Η Βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, αποτέλεσε μία από τις στυγνότερες περιπτώσεις κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, γιατί θεωρήθηκε από τις δυνάμεις κατοχής (τους Βουλγάρους), όχι ως προσωρινή κατοχή, αλλά ως ένα πρώτο στάδιο για την οριστική προσάρτηση της περιοχής αυτής, στα όρια του βουλγαρικού κράτους.
Οι πολιτικές και στρατιωτικές βουλγαρικές αρχές, ενεργούσαν ως φορείς πραγματοποίησης της εθνικής ολοκλήρωσης και ικανοποίησης των ‘’ιστορικών ορίων’’ του βουλγαρικού λαού και άσκησαν μια έντονη πολιτική αφομοίωσης ανθρώπων και θεσμών στο βουλγαρικό εθνικό και κρατικό κορμό.
Τα μέσα και οι πρακτικές που εφαρμόσθηκαν για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής άγγιξαν τα όρια εξόντωσης του τοπικού πληθυσμού, είχαν συγκλονιστικές συνέπειες στην κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη των περιοχών και μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια κατοχής (1941-1944), άφησαν πίσω τους μία κυριολεκτικά ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, με πληθυσμό μειωμένο κατά το ¼ τουλάχιστον, οικονομία στο μηδέν, και τις υποδομές σε εκκλησία, εκπαίδευση, συγκοινωνίες, σε πλήρη αποδιοργάνωση.
Η κατοχή άρχισε στις 18 Απριλίου 1941, όταν οι Γερμανοί δίνουν στους Βουλγάρους τη συγκατάθεση-διαταγή (consent-order), να εισβάλουν στην περιοχή και τελείωσε στις 25-26 Οκτωβρίου 1944, όταν αποχωρούν τα τελευταία βουλγαρικά στρατιωτικά αποσπάσματα.
Γεωγραφικά, η κατοχή από τους Βουλγάρους κάλυπτε τη περιοχή που εκτείνεται από τον ποταμό Στρυμόνα, μέχρι τη γραμμή Αλεξανδρούπολη- Σβίλενγκραντ.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι βουλγαρικές αρχές ήταν να συλλάβουν και απελάσουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να παίξουν καθοδηγητικό ρόλο στον υπό κατοχή πληθυσμό. Το σύνολο των νέων ανδρών από τις κατεχόμενες περιοχές απελάθηκαν, για να μην υπάρξει αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων και οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας για κατάταξη στα τάγματα εργασίας του Βουλγαρικού στρατού, στα ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε έντονα τις βουλγαρικές αρχές ήταν η παράδοση του κρυμμένου οπλισμού των Ελλήνων της περιοχής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή στην περιοχή, υπήρχαν τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ, αλλά και οργανώσεις Πόντιων Οπλαρχηγών, κύρια στα χωριά Κοκκινόγεια, Καλλίφυτο, Περιστεριά και αλλού. Οι τοπικές οργανώσεις των Πόντιων Οπλαρχηγών, (κυρίως εθνικιστικών πεποιθήσεων), δρούσαν ακόμη αποσπασματικά και κύρια για την περιφρούρηση του πληθυσμού των τοπικών τους κοινωνιών. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ, ελεγχόταν από το ανεξάρτητο Γραφείο του ΚΚΕ στη Μακεδονία-Θράκη, που δεν είχε επαφή και καθοδήγηση από το κέντρο με αποτέλεσμα να ενεργεί αυτόβουλα.
Δηλαδή μπορούμε ασφαλέστατα να συμπεράνουμε ότι το αντιστασιακό κίνημα, στη περιοχή, ανεξαρτήτως πολιτικών τοποθετήσεων, δρούσε, με την έναρξη της βουλγαρικής κατοχής, ανεξάρτητα από κεντρικές και κυβερνητικές κατευθύνσεις και οδηγίες, κάπως ‘’ερασιτεχνικά’’ και πάντως όχι οργανωμένα.
Καθοριστικό ρόλο, στα παραπάνω, έπαιξε η Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ της Δράμας. Καθοριστικός ο ρόλος της γιατί υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την απόφασή της να γίνουν οι ένοπλες επιθέσεις στη πόλη της Δράμας και στα γύρω χωριά.
Μία ερμηνεία θέλει την Περιφερειακή Επιτροπή του ΚΚΕ της Δράμας, να παρασύρθηκε από πράκτορες της βουλγαρικής κρατικής ασφάλειας, που παριστάνοντας τους κομμουνιστές, υπέβαλλαν στους Έλληνες ‘’συντρόφους’’ τους την ιδέα της εξέγερσης
Μια άλλη, ίσως και η πιο κοντινή στην αλήθεια ερμηνεία είναι η εκτίμηση του στελέχους του ΚΚΕ και αργότερα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, Ανδρέα Τζήμα, που βρίσκεται δημοσιευμένη στο βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου «Άρης Βελουχιώτης: το χαμένο αρχείο, άγνωστα κείμενα, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, 1941-1945, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1997 »
Λέει ο Ανδρέας Τζήμας για τη γραμμή του τότε (1941) ανεξάρτητου Γραφείου του ΚΚΕ στη Μακεδονία-Θράκη :
«Μετά την επίθεση των Γερμανοφασιστών ενάντια στη Σοβιετική ένωση, ρίχνουν το σύνθημα της ένοπλης πάλης κατά των κατακτητών και για τη σοβιετική εξουσία. Λείπει όμως η πρακτική προετοιμασία αυτής της ένοπλης πάλης και οι σκοποί που βάζουν, στενεύουν πολύ τη βάση της. Παρ’ όλες τις αδυναμίες της όμως πρέπει να θεωρήσουμε αυτή τη γραμμή σαν τον κύριο παράγοντα για την εξέγερση της Δράμας…»
Αυτό είναι το ιστορικό-πολιτικό-στρατιωτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίχθηκε η Σφαγή της Δράμας…
Που ξεκίνησε με την ανατίναξη ενός εργοστασίου ηλεκτροφωτισμού στη πόλη της Δράμας, τη νύκτα της 28ης προς 29ης Σεπτεμβρίου 1941 και με άλλες επιθέσεις την ίδια νύκτα στα γύρω χωριά της περιοχής, με πρώτο το Δοξάτο.
Στόχοι παντού οι Βούλγαροι χωροφύλακες, γεγονός που έδωσε στις επιθέσεις αυτές τον χαρακτήρα της εξέγερσης για την εκδίωξη των βουλγαρικών αρχών και που έδωσε το άλλοθι στους Βουλγάρους, για μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις.
Ο αριθμός των Ελλήνων θυμάτων δεν είναι εύκολο να προσδιορισθεί. Μόνο στη πόλη της Δράμας, βρήκαν τον θάνατο τουλάχιστον 1500 Έλληνες, στο Δοξάτο 200 και αρκετοί κάτοικοι σε κάθε ένα από τα χωριά της περιφέρειας.
Η σφαγή της Δράμας νομίζω ότι μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα αιματηρό μεν αλλά υπαρκτό παράδειγμα, της θέλησης του απλού Έλληνα, (ανεξάρτητα σε πιο στρατόπεδο βρισκόταν τότε – του ΚΚΕ ή του εθνικού κομματιού της κοινωνίας), να μην εκβουλγαριστεί.
Σήμερα που τα πάθη και οι πληγές έχουν επουλωθεί και η Βουλγαρία είναι πλέον στην ΕΕ, μισή ώρα από τη Δράμα, το να ξέρουμε και να θυμόμαστε την Ιστορία, να τιμούμε τους νεκρούς, με το αίμα των οποίων εμείς απολαμβάνουμε – όσα απολαμβάνουμε - δεν είναι κακό, αλλά επιβεβλημένο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου