Έτσι περιέγραφαν τον εκπληκτικό νεαρό μποξέρ με την κυανόλευκη φανέλα και σορτσάκι, οι εφημερίδες της εποχής.
Και με αυτά στέφθηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1941, παγκόσμιος πρωταθλητής ελαφρών βαρών.
Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός.
«Κι ο αντίπαλός μου μάνα είχε, αλλά τη στιγμή που έπρεπε, τον κοίταξα κατάματα και με ένα ντιρέκτ -παρντόν ή σόρι- του τη σβούριξα κατάμουτρα».
Ο Μπετίνα προηγούνταν για 12 γύρους, αλλά στους 3 τελευταίους ο Χριστοφορίδης αντεπιτέθηκε και κέρδισε στα σημεία.
«Όταν ανέβηκα στο ρινγκ, δεν έβλεπα πέρα από τη μύτη μου, λουσμένος από τους εκτυφλωτικούς προβολείς. Άκουγα το βουητό των θεατών.
Αντωνάκη, είπα στον εαυτό μου, δεν τρέχει τίποτα. Έχεις παίξει σ” όλα τα ρινγκ της Ευρώπης. Χειρότερα από το Βερολίνο και το Ρότερνταμ, αποκλείεται να είναι.
Και δεν ήτανε. Κάποιος εκεί ψηλά με προστάτευε. Νίκησα παμψηφεί στα σημεία», έλεγε ο πρωταθλητής στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Δημήτρη Λυμπερόπουλο.
Οι Ελληνοαμερικανοί στις εξέδρες ούρλιαζαν από τη χαρά τους. Ο πιτσιρικάς που σήκωνε βαλίτσες, ως γκρουμ στο ξενοδοχείο Μυστράς της οδού Βαλαωρίτου, τα είχε καταφέρει.
Όταν νίκησα τον Μπετίνα, οι εφημερίδες γράψανε, οι Έλληνες νικάνε παντού τους Ιταλούς. Και στα βουνά της Αλβανίας και στα ρινγκ της Αμερικής.
Στα ελληνικά μαγαζιά —και είναι τόσα πολλά στο Οχάιο— με κερνάνε συνέχεια ουίσκι.
«Έχω πιαστεί από τις χειραψίες κι όχι από τις γροθιές.
Ο Μέλιο ήταν ιπποτικός αντίπαλος, με φίλησε με ματωμένο χαμόγελο, πριν ο διαιτητής μου σηκώσει το χέρι μπροστά στους 20.000 θεατές της αρένας του Κλίβελαντ, που με χειροκροτούσαν.
Θεέ μου, είχα νικήσει! Ήμουνα παγκόσμιος πρωταθλητής ημιβαρέων βαρών! Ένας Έλληνας τσάμπιον οφ δη γουόρλντ, όπως βροντοφωνούσε το μεγάφωνο».
Τρία χρόνια πριν, στο κατάμεστο από ναζί Σπορτ παλάς του Βερολίνου, είχε «δείρει» στο ρίνγκ τον φημισμένο Γερμανό πρωταθλητή Γκούσταβ Έντερ.
Ο Γερμανός πρωταθλητής ήταν αήττητος για 7 συνεχή χρόνια και με 50 νίκες νοκ άουτ.
Τον αγώνα παρακολουθούσε ο Αδόλφος Χίτλερ, που θεωρούσε δεδομένη τη νίκη του Έντερ.
Δεν ήθελε να δει το καμάρι της άριας φυλής, να χάνει από ένα Ελληνόπουλο.
Κι όμως, ο δικός μας, απτόητος, δεχόταν κι ανταπέδιδε τα χτυπήματα και όπως ήξερα, σκεφτόταν πως αν έχανε εκείνο το παιχνίδι, θα του φράζανε τον δρόμο για τον ευρωπαϊκό τίτλο.
Όταν το γκογκ σήμανε τη λήξη, ο Χίτλερ δε βρισκόταν στη θέση του.
Ο ίδιος ο Έντερ, πριν δώσουν οι κριτές τη βαθμολογία, σήκωσε το χέρι του Αντώνη, του νικητή του.
Έτσι, ο Χριστοφορίδης αντιμετώπισε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας ενώπιον 15.000 θεατών, τον Ολλανδό κάτοχο του τίτλου Μπεπ βαν Κλάβερεν.
Ο αντίπαλος ήταν ολυμπιονίκης το 1928 στο Άμστερνταμ. Η υπεροχή του Χριστοφορίδη ήταν καταφανής και στους 15 τρίλεπτους γύρους.
Όμως, δεν χάρηκε για πολύ αυτό τον τίτλο, αφού στο αμέσως επόμενο ματς, εναντίον του Γάλλου Εντουάρ Τενέ, στο Παρίσι, στάθηκε άτυχος.
Ενώ προηγείτο καθαρά στα σημεία σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, στον 11ο γύρο έσπασε το αριστερό χέρι του και συνέχισε με φοβερούς πόνους, αμυνόμενος διαρκώς.
Τελικά, με απόφαση των κριτών ηττήθηκε, χάνοντας τον τίτλο.
Από το 1934 ζούσε στο Παρίσι. Τα ρινγκ της Ελλάδος ήταν πολύ φτωχά για τις ικανότητές του και δεν είχαν καμία προοπτική εξέλιξης για το ταλέντο του Χριστοφορίδη. Το 1937 ήρθε για έναν αγώναν εναντίον του Ρουμάνου μποξέρ Ντοκουλέσκου.
Ο κόσμος πήγε στο Παλλάς για να παρακολουθήσει τον αγώνα, αλλά τελικά είδε τη μονομαχία να ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη του πρώτου γύρου. Ο Χριστοφορίδης τον είχε βγάλει νοκ άουτ.
Στις 8 Νοεμβρίου, ο νεαρός πυγμάχος εμφανίστηκε συγκρατημένος. Ο Βάσσης κατάφερε να σταθεί όρθιος για 12 γύρους, αλλά τελικά έχασε, όχι μόνο τον αγώνα, αλλά και τον τίτλο του πρωταθλητή.
Το 1922 βρέθηκε πρόσφυγας στην Αθήνα με τη μητέρα και τις δύο αδελφές του. Άλλα επτά μέλη της οικογένειάς του χάθηκαν κατά τη μικρασιατική καταστροφή.
Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός, αφού ο πατέρας του σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία σε μάχη, ενώ η μητέρα του πέθανε στην Ελλάδα πριν από το 1930.
Για να επιβιώσει εργάστηκε στο ξενοδοχείο «Μυστράς», ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε στη νυχτερινή σχολή για εργαζόμενους του Φιλ. Συλλόγου «Παρνασσός».
Στη σχολή νίκησε κατά κράτος έναν νταή συμμαθητή του, που είχε παρακολουθήσει μαθήματα πυγμαχίας και τον προκαλούσε.
Άφησε το μποξ αρκετά νέος. Σε όλη του την καριέρα αρνήθηκε όλες τις υπηκοότητες που του προτάθηκαν. Ήθελε να αγωνίζεται ως Έλληνας. Πέθανε το 1985.
Μηχανή του Χρόνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου