Πως να μην υποτιμούν αυτόν τον πλανημένο Νεοέλληνα, που μια διαβρωτική, αστοιχείωτη, αν όχι υποβολιμιαία Παιδεία, τον απέκοψε από τις Ρίζες του, που του απέκοψε τον τροφοδότη ομφάλιο λώρο, που θα έπρεπε να τον συνδέη με τις πηγές των Αξιών, του Πνεύματος και των Αρετών των Προγόνων του; Αυτόν, που προσηλωμένος σ' ένα πτωτικό παρόν (όπως τον μάθανε), αρνείται το Παρελθόν του κι έτσι καταδικάζει το Μέλλον του! Αυτόν, που ένας στείρος, ξενόφερτος, μισαλλόδοξος δογματισμός, συκοφαντεί τα Οσια και Ιερά του, και που τις Αξίες του τις είπαν Αναξίες, το Ηθος του Ανήθικο, την Θεοσέβεια του Ειδωλολατρία! Που είπαν σφαγείς τους εκπολιτιστές Στρατηλάτες του, διεφθαρμένους τους Σοφούς του και με νόμους δικούς του, του αφαίρεσαν τον πλούτο της Γλώσσας του! Και να που, σε κατακρεούργηση μιας τόσο καταφανούς κι αποδεδειγμένης από πάμπολλες πλευρές αλήθειας, αυτός ο πλανημένος Έλληνας υιοθέτησε, από το σχολείο ακόμα, την πλαστογραφημένη απο δογματικούς (ή μήπως επιτήδειους;), εικόνα του " Καλού τε κ' Αγαθού" προγόνου του με κρεμασμένη την επεξηγηματική ταμπέλα του πλήρους ελαττωμάτων και ανηθικότητας Ειδωλολάτρου.
Έχουμε σκοπό, με τις πολύ μικρές δυνάμεις μας, να πριονίζουμε την αλυσίδα που κρατά αυτή την ταμπέλα και να βοηθήσουμε με στοιχεία από την Ελληνική βιβλιογραφία να ενημερωθούν οι πλανημένοι νεο-Έλληνεςκαι να ξαναβρούν τις Φωτοδότριες Ρίζες τους. Για τον μη ενημερωμένο αναγνώστη όμως, απαιτείται μια γενική εισήγηση για τις θέσεις των Αρχαίων προς το Θείον. Αυτές τις θέσεις τις τόσο συκοφαντημένες! Θεωρήσαμε κατάλληλο και χρήσιμο γι' αυτό το σκοπό, το άρθρο "Ανεξιθρησκεία και Δόγμα" της στήλης του Ηνιόχου, από το 152 τεύχος του περιοδικού "Δαυλός", το οποίο και αναδημοσιεύουμε:
"Μια παρατήρηση που δικαιούται να κάμη κάθε ιστορικός που μελετά την παγκόσμια ιστορία (από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας) είναι ότι, ενώ μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού άρχισαν να εμφανίζονται στην ιστορία οι θρησκευτικοί πόλεμοι, με ιδιαίτερη μάλιστα σφοδρότητα, αντίθετα στην προχριστιανική περίοδο, τουλάχιστον στον ελληνικό και ελληνιστικό κόσμο, δεν έχουμε ούτε μια περίπτωση θρησκευτικών διώξεων αλλοθρήσκων. Ακόμα και σε περιόδους πολέμου (όπως π.χ. στα Μηδικά) παρ'όλη τη συναισθηματική φόρτιση η καταστροφή ξένων ιερών και η δίωξη αλλοθρήσκων, ιερέων ή πιστών (μόνο και μόνο για θρησκευτικούς-σωβινιστικούς λόγους) εθεωρείτο αδιανόητη και καταδικαστέα πράξη μη προσήκουσα σε Έλληνες, δηλ. ελεύθερους ανθρώπους, αλλά σε βαρβάρους. Σύμφωνα μάλιστα με την αρχαιοελληνική παράδοση οι θεοί τιμωρούσαν όποιον κατέστρεφε βωμούς και ιερά ξένων λαών ως ιερόσυλο, γιατί τελικά σύμφωνα με την Ελληνική Σκέψη όλοι οι άνθρωποι τον ίδιο θεό ή τους ίδιους θεούς λατρεύουν με διαφορετικά όμως ονόματα. Έχοντας αυτή τη πεποίθηση οι Ελληνες δεν αισθάνονταν ιδιαίτερη δυσκολία στο να αποδεχτούν ξένες θεότητες ως συνώνυμες των δικών τους θεών. Ετσι εύκολα απεδέχοντο τον Αιγύπτιο Όσιρι ως Διόνυσο, την Ίσιδα ως Δήμητρα, το Βάαλ/Βήλο ως Κρόνο κ.λ.π.: "Ίσις δε εστι κατά την Ελλήνων γλώσσαν Δημήτηρ" (Ηρόδ. Β,59), " ...οι τον Όσιριν άντικρυς Ήλιον είναι και ονομάζεσθαι Σείριον υφ' Ελλήνων λέγοντες..." (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 52δ), "των δε παρ' Έλλησι παλαιών μυθολόγων τινές τον Όσιριν Διόνυσον προσονομάζουσι και Σείριον παρωνύμως..." (Διόδωρος Σικελιώτης, Ι,11,3).
Γι' αυτό και εχαρακτηρίζετο παράνοια από τους Έλληνες η απολυτοποίηση μιας θρησκείας και η θεώρησή της ως της μόνης "αληθινής", εφ'όσον όλοι οι άνθρωποι (ενώ κατοικούν στον ίδιο κόσμο και το ίδιο σύμπαν) δε μιλούν την ίδια γλώσσα ούτε έχουν την ίδια ψυχοσύνθεση ή τις ίδιες πολιτιστικές καταβολές. Έτσι στον Ελληνικό χώρο (προχριστιανικά) δεν ευδοκίμησαν ούτε ιερά βιβλία ούτε θείες αποκλειστικότητες ούτε δόγματα ούτε επαγγελματικός κλήρος ούτε αιρέσεις ούτε διωγμοί ούτε ιερές εξετάσεις ούτε αφορισμοί... Το θείον είναι απρόσιτον και ακατάληπτον, αυτό βοά ολόκληρη η αρχαιοελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο μέχρι τον Πλωτίνο, από τα Ορφικά μέχρι τον Πλάτωνα, από τους Σοφιστές μέχρι τον Ιάμβλιχο και τον αυτοκράτορα Ιουλιανό. "Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν" (Πλάτων, Τίμαιος, 28c). [Μετάφραση: Το να βρη κανείς τον ποιητή και πατέρα του σύμπαντος είναι δύσκολο, κι αν ακόμα τον βρη, δε θα μπορέση να τον αποκαλύψει σε όλους}. Οι Έλληνες πίστευαν, ότι "εν το παν" (Παρμενίδης) και έβλεπαν "τον κόσμον ζώον έμψυχον έννουν" (Πλάτων). Όποιος λοιπόν θέλει να μετέχη στην αλήθεια του σύμπαντος, ένα δρόμο πρέπει ν' ακολουθήσει: "ομολογουμένως τη φύσει ζην" (Στωϊκοί). Γι'αυτό και η αρχαία Ελλάδα υπήρξε η αποθέωση του "φυσικού ανθρώπου", που ζεί τον ένα θεό στις πολλαπλές εκδηλώσεις του μέσα στό σύμπαν. Εδώ φαίνεται και το πόσο πλαστό εθεωρείτο από τους αρχαίους Έλληνες το ψευτοδίλημμα "Μονοθεϊσμός ή Δωδεκάθεον;", επειδή ακριβώς εγνώριζαν, ή μάλλον ζούσαν, την πολλαπλότητα της εκδήλωσης του ενός σύμπαντος και την ουσιαστική μοναδικότητα των πολλαπλών μορφών: "εκ των πάντων εν και εξ ενός τα πάντα" (Ηράκλειτος, H.Diels, 10). Ο φιλοσοφικός μονοθεϊσμός και η "θεολογική" ενοθεία είναι ορατά σε πλείστα όσα κείμενα της αρχαίας γραμματείας, είναι γνωστός άλλωστε ο "μονοθεϊσμός" του Ηράκλειτου, του Πλάτωνος ή του Σωκράτους σ'όλους τους αποφοιτήσαντες από τη δευτεροβάθμια τουλάχιστον εκπαίδευση. Όμως το κατ' εξοχήν μνημείο του προχριστιανικού Ελληνικού μονοθεϊσμού είναι οι Ορφικοί Ύμνοι:
"...μούνον δ' εσόρα κόσμοιο άνακτα
εις εστ', αυτογενής, ενός έκγονα πάντα τέτυκται
εν δ'αυτοίς αυτός περινίσσεται
ουδέ τις αυτόν εισοράα θνητών
αυτός δε γε πάντας οράται..."
(Ο.Kern, Orphicorum Fragmenta, 1, επίσης, Ι.Δ.Πασσά, Τα Ορφικά, Αθήναι 1984, σ.317).
[Μετάφραση: Παρατήρησε τον μοναδικό βασιλιά του σύμπαντος,
ένας είναι, αυτογέννητος,
και όλα τα δημιουργήματα από έναν (δημιουργό) έχουν πλαστεί
κι αυτός περιφέρεται μέσα σ'αυτά
και κανείς απ' τους θνητούς δεν τον βλέπει
αυτός όμως τους βλέπει όλους...}.
Ενώ όμως οι Έλληνες διαισθάνοντο, ότι "εις Ζευς, εις Αίδης, εις Ήλιος, εις Διόνυσος" κατά το Ορφικό απόσπ. 4 (βλ. επίσης Ιουλιανού, Εις τον Βασιλέα Ήλιον, 10, 136α), ωστόσο δεν κατέληξαν στον μονοθεϊστικό δογματισμό του Ιουδαϊσμού, ο οποίος δεν ανεχόταν δικαίωμα ύπαρξης σε άλλες πεποιθήσεις περί θεού (παρά μόνο στην επικρατούσα δογματική άποψη του ιερατείου και της εξουσίας). Και δεν κατέληξαν σε δόγμα οι Έλληνες, διότι πριν απ'όλα επρέσβευον το "πάντων χρημάτων (=πραγμάτων) μέτρον άνθρωπος" του Πρωταγόρα, το "εν οίδα ότι ουδέν οίδα" του Σωκράτους και το "θεόν μεν νοήσαι χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον" της Ερμητικής Φιλοσοφίας, που ακυρώνει εκ προοιμίου κάθε θεολογικό σύστημα, κάθε θεοκρατική απολυτοποίηση, κάθε θρησκευτικό δογματισμό. (Για την Ερμητική Φιλοσοφία, που υπήρξε σίγουρα πρόδρομος του Νεοπλατωνισμού, βλ. Nock A.D.-Festugiere A.T., Corpus Hermetiicum, 4 vols, Paris, 1960).
Έτσι, ενώ και οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αντιληφθεί "μονοθεϊστικά", ότι "εις θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος..." (Ξενοφάνης, Η.Diels, 23), ωστόσο ποτέ, μα ποτέ, δεν θέλησαν να επιβάλουν μια μόνο πεποίθηση περί θεού και να καταδιώξουν τις άλλες. Αντίθετα όλη η προχριστιανική Ελλάς των δεκάδων αιώνων πολιτισμού υπήρξε το θερμοκήπιο της ανεξιθρησκείας και της πνευματικής ελευθερίας μακριά από "οικουμενικές συνόδους" με αφορισμένους και κολάσεις, αιρετικούς και γενοκτονίες "απίστων". Παρ'όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί, ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήσαν "θρήσκοι", το αντίθετο μάλιστα, οι Έλληνες, παρ'όλο που ήσαν εκείνοι που θεμελίωσαντον ορθό λόγο, είχαν τη θρησκεία στο κέντρο του πολιτισμού τους (βλ. Μ.Ρ. Nilsson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, μετάφρ. Α. Παπαθωμοπούλου, Αθήναι 1993). Ούτε είχαν εξοστρακίσει το ένστικτο, το α-συνείδητο, το συναίσθημα. Απεναντίας το έθεσαν στις σωστές του διαστάσεις. Κι όταν ο "εν-θουσ-ιασμένος" μύστης του Βάκχου δίδασκε, ότι το λογικό είναι αδύνατο να νοήση το νόημα του κόσμου και της ζωής (βλ. Ευριπίδης, Βάκχαι), ο φιλόσοφος της Ιωνίας ανταπαντούσε ότι διά της λογικής γνωρίζουμε τα όρια και τη σχετικότητα της λογικής (βλ. επίσης E. Dodds, Οι Έλληνες και το Παράλογο, Αθήναι 1986, μετ. Γ. Γιατρομανωλάκη).
Τίθεται βέβαια το ερώτημα, γιατί οι Έλληνες δεν ελάτρευσαν εξωκόσμιους θεούς και δεν έφτιαξαν δόγματα, αν και ήσαν υπέρ το δέον "θρήσκοι". Η απάντηση είναι απλή: οι αρχαίοι Έλληνες ξεχώριζαν την "αλήθεια" από την "πραγματικότητα". Δεν συνέχεαν τον "κόσμο" με το "νόημά" του, κι αυτό χάρη στη φιλοσοφική τους ενατένιση, που τους ήταν απαραίτητη στα πλαίσια των αυτο-κυβερνώμενων "πόλεων - κρατών". Για τους αρχαίους Έλληνες πραγματικότητα είναι ό,τι υπάρχει, είτε κείται εντός του νοητικού και "αντιληπτικού" μας βεληνεκούς είται όχι. Αλήθεια είναι το νόημα, η δομή, ο σκοπός της πραγματικότητας. Άλλο λοιπόν αλήθεια, άλλο πραγματικότητα. Όμως ποιός θνητός μπορεί να συλλάβη το νόημα και τον σκοπό της (υπερβάλλουσας) πραγματικότητας; Πώς είναι δυνατόν το μέρος να εννοήση το νόημα του όλου; Πώς το σχετικό (ο άνθρωπος) θα συλλάβη το άπειρον (το σύμπαν); Γι'αυτό οι Έλληνες θεωρούσαν την "αλήθεια" ως δυναμική και όχι στατική έννοια, που βρίσκεται πάντα σε μια διαρκή πορεία και εξέλιξη. Ο άνθρωπος τείνει συνεχώς προς την αλήθεια, χωρίς ποτέ να την φτάνη, κατακτά την αλήθεια συνεχώς κάθε φορά και όχι μια φορά για πάντα. Μ'αυτές τις αντιλήψεις λοιπόν πώς θα μπορούσαν οι Έλληνες ν' απολυτοποιήσουν μιαν ιδεολογία, θρησκευτική ή οποιαδήποτε άλλη, και να την καταστήσουν αλάθητο δόγμα, όταν γνώριζαν, ότι η ανθρώπινη γνώση εξελίσσεται και το φως του ορθού λόγου διαλύει κάθε φορά τα σκότη της ανθρώπινης άγνοιας;
Ενώ όμως αυτές ήσαν οι αρχαιοελληνικές πεποιθήσεις περί θεού, εμφανίστηκε στα Ρωμαϊκά χρόνια το Χριστιανικό Δόγμα, όπως διαμορφώθηκε από τον Παύλο και κυρίως την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μ. Κωνσταντίνου. Ο Χριστιανισμός της Ρωμαϊκής περιόδου (2ος - 4ος αι. μ.Χ.) στηρίχτηκε κυρίως στον αυταρχισμό και τη μισαλλοδοξία του Ιουδαϊσμού, και αυτά μάλιστα έγιναν, όταν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες δυο φορές μέσα σ'ένα αιώνα (70 μ.Χ. - 136 μ.Χ.) ισοπέδωσαν την Παλαιστίνη και διεσκόρπισαν τους κυνηγημένους Ιουδαίους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Τι δίδασκε ο Ιουδαϊσμός και το παρέδωσε στο Χριστιανισμό, ο οποίος το εφάρμοσε πιστά, μόλις έγινε εξ-ουσία; Σε ποιες θρησκευτικές αντιλήψεις στηρίχτηκε ο Χριστιανισμός, για να δικαιολογήσει τις διώξεις και τις γενοκτονίες των πάσης φύσεως "αιρετικών" (Αρειανιστών, Μονοφυσιτών, Κοπτών, Μανιχαίων, Παυλικιανών κ.λ.π.) και των "απίστων" ("ειδωλολατρών", Νεοπλατωνικών, Επικουρίων, Πυθαγορείων κ.λ.π.); Τα χριστιανικά ιδεώδη βρίσκονται στην "Παλαιά Διαθήκη" που, ως γνωστόν, επιβάλλει το μονοθεϊσμό διά πυρός και σιδήρου: "εξολοθρεύσω τα ονόματα των ειδώλων από της γης και ουκ έτι αυτών έσται μνεία" (Ζαχαρίας, ΙΓ΄, 2): "και κατέσπασε τα θυσιαστήρια... έκοψε τα άλση και τα γλυπτά και τα χωνευτά συνέτριψε... οστά ιερέων κατέκαυσεν επί τα θυσιαστήρια... και είδωλα κατέκοψε λεπτά" (Παραλειπομένων Β, ΛΔ΄1 - 7): "και είπεν Ηλιού προς τον λαόν, συλλάβατε τους προφήτας του Βάαλ, μηδείς σωθήτω εξ αυτών, και συνέλαβον αυτούς, και κατάγει αυτούς Ηλιού εις τον χείμαρρον Κισσόν, και έσφαξεν αυτούς εκεί" (Βασιλειών Γ΄, ΙΗ΄40). Κι ενώ οι μονοθεϊστές Ιουδαίοι εκδηλώνοντας κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας πολιτιστικής κατέσφαζαν τους ιερείς του Βάαλ και έκαιγαν τα ιερά του, οι ανεξίθρησκοι Έλληνες αντιλαμβάνονταν ότι το όνομα του "ξένου" θεού: "Διός" (εστί) ον καλούσιν οι Βαβυλώνιοι Βήλον (=Βάαλ)" (Διόδωρος Σικελιώτης, ΙΙ, 8, 7). Όσοι γνώριζαν την ουσία του αρχαίου "πολυθεϊσμού", που συνίστατο στο συμβολισμό των πολύμορφων φυσικών δυνάμεων ("...πυρ Ήφαιστος, γη Δημήτηρ, η δε θάλασσα Ποσειδάων μέγας... ήλιος ον καλέουσιν Απόλλωνα...": Ορφ. απόσπ. 28), μπορούσαν να υποστηρίξουν, ότι "...θεούς ενομίσαμεν ουχ ετέρους παρ'ετέροις ουδέ βαρβάρους και Έλληνας ουδέ νοτίους και βορείους, αλλ'ώσπερ ήλοιος και σελήνη και ουρανός και γη και θάλασσα κοινά πάσιν, ονομάζεται δ'άλλως υπ'άλλων, ούτως ενός λόγου του ταύτα κοσμούντος και μιας προνοίας επιτροπευούσης..." (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 378α). [Μετάφραση: δεν υποστηρίζουμε, ότι υπάρχουν άλλοι θεοί σε άλλους και διαφορετικοί σε άλλους, ούτε βαρβάρους και Έλληνες θεούς, ούτε νότιους και βόρειους. Αλλ' όπως ο ήλιος και η σελήνη, ο ουρανός και η γη και η θάλασσα είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ονομάζονται αλλιώς από άλλους και διαφορετικά από άλλους, έτσι ένας είναι ο νους, ο οποίος διευθύνει το σύμπαν και μια η πρόνοια, η οποία το κυβερνά...].
Η αρχαία ελληνική σοφία σε όλη της την εμβρίθεια και πληρότητα είναι και σήμερα (που ο εφιάλτης του μεσαίωνα κτυπά ξανά την πόρτα του σύγχρονου κόσμου είτε ως θεοκρατικό Ισλάμ είτε ως "Αγία Έδρα" των ιερών κονγκλαβίων), η αρχαία σοφία λοιπόν είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρη, αποτελεί αναγκαστικό μονόδρομο, αν προτιμούμε τον θρίαμβο του ορθού λόγου επί του παραλόγου, της λογικής επί της παράνοιας, της γνώσης επί της άγνοιας. Και αναλογιζόμενοι βαθύτερα το μακρινό αρχαιοελληνικό παρελθόν, "βλέπουμε ότι η νίκη της φιλοσοφίας πάνω στα δόγματα των ιερέων ήταν απλά και μόνο η έκφραση του ελληνικού πνεύματος, που αναπόφευκτα αναζήτησε την υψηλότερη ικανοποίησή του στην πλήρη εξάπλωση των δικών του δυνάμεων στο ελεύθερο φως της Λογικής" (J.B. Bury, Russwell Meiggs, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Αθήναι 1992, σ. 306-307). Γι'αυτό και όλοι οι δογματισμοί την ελεύθερη φιλοσοφία μίσησαν και κατεδίωξαν απηνώς."
Αυτοί ήταν οι Πρόγονοί μας. Αυτές είναι οι Αξίες μας κι οι Αρετές μας. Κι αυτές οι βίαια κομμένες Ρίζες μας, από Βυζαντινά διατάγματα (Θεοδόσιος 393 μ.Χ.) του "ες γήν φέρειν" τους Ναούς, τις Σχολές, τις Βιβλιοθήκες, τα Θέατρα, τα Γυμναστήρια, κι από Πατριαρχικές "Χριστιανικότατες" εντολές (Γενάδιος 1450 μ.Χ.) για θανατικές εκτελέσεις με πνιγμό των συλληφθέντων "επ' Ελληνισμώ". Η επανατροφοδότησή μας απ' αυτές τις Αξίες κι Αρετές κι απ' αυτές τις Ρίζες, είναι η μόνη ελπίδα της Ελλάδος, αλλά και όλης της Ανθρωπότητας.
Εψιλον Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου