Γράφει ο Αθανάσιος Δέμος - Σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα όπως η Ρώμη είναι φυσικό να ζουν και να διαμένουν εκεί και πολίτες άλλων χωρών για διάφορους λόγους ο καθένας. Ένας από τους διαμένοντες το 1940 Έλληνες στη Ρώμη ήταν και ο Γεώργιος Ζώρας καθηγητής μου, όταν ήμουν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά την έναρξη του πολέμου, ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης.
Αργότερα έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», τεύχος 90 με τον τίτλο: «Πως επληροφορήθημεν το «ΟΧΙ» εις την ιταλικήν πρωτεύουσαν».
Ο Γ. Ζώρας δίνει με γλαφυρότητα το κλίμα μέσα στο οποίο ζούσαν όσοι διέμεναν στη Ρώμη Έλληνες. Η Ελλάδα παρουσιαζόταν ως χώρα που σφετερίστηκε αλβανικές περιοχές, ότι εξασκούσε πολιτική τρόμου και καταδυνάστευε τις αλβανικές μειονότητες, ότι ραδιουργούσε κατά της αλβανικής ακεραιότητας και ο φασισμός, ο οποίος είχε «υψηλήν αποστολήν της εφαρμογής της δικαιοσύνης», αισθάνονταν την υποχρέωση την ηθική «να βάλει τα πράγματα στη θέση τους» (δηλαδή, γι’ αυτό το λόγο θα κήρυττε τον πόλεμο κατά της Ελλάδος, για να διορθώσει την αδικία…).
Έτσι, από το άρθρο Γ. Ζώρα πληροφορούμαστε: Όποιος άκουσε στην Ιταλία το ραδιόφωνο τη νύχτα της Κυριακής 10 Αυγούστου 1940, αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη, όταν ο Ιταλός ομιλητής σε δριμύτατο τόνο ανήγγειλε ότι «βάρβαροι Έλληνες εδολοφόνησαν, κατόπιν ενέδρας τον εθνικό ήρωα της νεότερης Αλβανίας Νταούτ Χότζα. Μάλιστα, πρόσθεταν εφονεύθη αγρίως υπό Ελλήνων και έθεταν αμέσως ζήτημα «απελευθερώσεως της Τσαμουριάς από του ελληνικού ζυγού».
Σημειωτέον ότι ο Νταούτ Χότζα ήταν ένας αλογοκλέφτης και κατσικοκλέφτης, η δολοφονία του οποίου είχε ως αιτία την κλοπή και παρουσιάστηκε ως υποκινούμενο πολιτικό έγκλημα. Έτσι, ένας ζωοκλέφτης γίνεται «εθνικός ήρωας» και Αλβανός αλυτρωτιστής, θύμα, δηλαδή, της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Η συμπεριφορά γενικά των ελληνικών αρχών προς τις αλβανικές μειονότητες στην Ελλάδα ήταν ανυπόφορη και αντίθετη προς κάθε αίσθημα ανθρωπισμού. Και τέλος διεκήρυτταν ότι «η Ιταλία, η οποία είχε ενώσει το στέμμα και τις τύχες της με τον αλβανικό λαό, δεν επρόκειτο να ανεχθεί παρόμοιες παρεκτροπές».
Οι απογευματινές εφημερίδες της επόμενης Δευτέρας (11 Αυγούστου), αναδημοσίευαν με εντυπωσιακούς τίτλους την είδηση, την οποία συνόδευαν με αυστηρότατα σχόλια: Οι βάρβαροι Έλληνες καταφέρονται και πιέζουν τον ευγενικό (!) λαό της Αλβανίας, προκαλούντες την ιταλική υπομονή. Και οι ύβρεις επολλαπλασιάστηκαν τις επόμενες ημέρες. Οι απειλές κατά της Ελληνικής Κυβέρνησης γινόταν κάθε μέρα συνεχώς και πιο σαφείς. Κάθε είδους διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας γέμιζαν τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Τα σατιρικά φύλλα δεν παρέλειπαν ευκαιρία, για να χλευάσουν την νεότερη Ελλάδα, τους αρχηγούς της, τον στρατό της.
Οι βλέψεις του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας, ήταν σαφείς από καιρό. Η είδηση του άνανδρου και ανίερου τορπιλισμού της «Έλλης» γέμισε την ψυχή μας πόνο. Την άλλη ημέρα ο ιταλικός τύπος, αναγγέλλοντας την είδηση, έριχνε το βάρος στην Αγγλία και έβριζε την Ελλάδα, η οποία επέμενε να παραμένει φίλη της Αγγλίας.
Από αυτή την ημέρα ο Γ. Ζώρας τέθηκε σε αυστηρή αστυνομική επιτήρηση και παύτηκε από διάφορες θέσεις που κατείχε. Εξαίρεση έκανε το Πανεπιστήμιο. Θεωρήθηκε ως επίσημος φιλοξενούμενος του Πανεπιστημίου Ρώμης και έτσι εξασφαλίστηκε πλήρως η ασφάλειά του.
Ο λαός, όμως, το πλήθος δεν συμμερίζονταν την αισιοδοξία του δικτάτορα.
Όλοι διερωτώντο πως οι Έλληνες, στους οποίους πριν από λίγες εβδομάδες ο Μουσολίνι έδωσε υποσχέσεις φιλίας και για τους οποίους ο ιταλικός τύπος είχε γράψει τόσους επαίνους, ξαφνικά είχαν μεταβληθεί σε βάρβαρους και αιμοχαρείς.
Δυόμιση μήνες συνεχίστηκε η εκστρατεία κατά της Ελλάδος του ιταλικού τύπου και των ραδιοφώνων. Και όσα η αιδώς δεν επέτρεπε να δημοσιεύονται επισήμως, κυκλοφορούσαν με τα άλλα γνωστά όργανα της φασιστικής προπαγάνδας. Μόνος σκοπός ήταν να υποδαυλιστεί το μίσος του ιταλικού λαού κατά της Ελλάδος, παρουσιαζόμενης ως εχθρικής κατά της Ιταλίας.
Διαδίδονταν ότι η Ελλάδα είχε «πουληθεί» στη Μεγάλη Βρετανία, ότι ανεφοδίαζε κρυφά τα αγγλικά πολεμικά, ότι προετοίμαζε με επιμέλεια επίθεση… κατά της Ιταλίας και της Αλβανίας. Επομένως, η ειρηνοποιός φασιστική Ιταλία, βρίσκονταν στην ανάγκη να βάλει τέρμα στην ανυπόφορη αυτή κατάσταση!.. Άρχισαν μάλιστα να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για την ακριβή ημερομηνία που θα πραγματοποιείτο το σχέδιο.
Στην αρχή διαδόθηκε ευρύτατα ότι η… τιμωρία (διότι τον χαρακτήρα αυτόν προσπαθούσαν να δώσουν οι φασιστικοί κύκλοι) θα πραγματοποιείτο περί τα μέσα Σεπτεμβρίου. Έπειτα κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Γερμανία ήταν αντίθετη και είχε εμποδίσει τον Μουσολίνι. Όλοι όμως ήταν βέβαιοι ότι ήταν αδύνατο στον Ιταλό δικτάτορα να παραιτηθεί του σχεδίου. Έβλεπαν ότι η επιχείρηση αυτή ήταν απαραίτητη για να αναπτερωθεί το κλονιζόμενο κύρος του φασισμού, ένεκα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, στην οποία είχε περιέλθει η Ιταλία.
Χρειαζόταν επομένως μία εντυπωσιακή δράση για να αναπτερωθεί το λαϊκό φρόνημα, αλλά και για αποκατασταθεί η κυβερνητική αίγλη. Έπρεπε ο νέος πόλεμος να είναι ταχύς, εύκολος και ακίνδυνος. Και τέτοιον πόλεμο χαρακτήριζαν τον πόλεμο κατά της Ελλάδος, οι επίσημοι ιταλικοί κύκλοι και ο ιταλικός τύπος (θα τελείωναν γρήγορα με την Ελλάδα, ένας περίπατος θα ήταν…). Φυσικά ήταν κακώς πληροφορημένοι από τους πράκτορές τους στην Αθήνα. Διαβεβαιώνονταν μάλιστα ότι η χώρα μας δε θα πολεμούσε, αλλά ότι θα κατέθετε αμέσως τα όπλα.
Αποφασίστηκε να γίνει έναρξη της επίθεσης την 28η Οκτωβρίου επέτειο της ανόδου του φασισμού στην εξουσία, η δε αποπεράτωση του πολέμου να συντελεσθεί οπωσδήποτε το ταχύτερο, ώστε την 4 Νοεμβρίου, που στην Ιταλία είχαν την επέτειο της νίκης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τα νικηφόρα ιταλικά στρατεύματα να παρελάσουν στους δρόμους της Αθήνας…
Και ο Γ. Ζώρας συνεχίζει: Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου οι Έλληνες της Ρώμης είχαμε εκκλησιασθεί στην ορθόδοξη εκκλησία της Ρώμης. Αμέσως μετά έγινε ο γάμος Έλληνα καλλιτέχνη, στον οποίο ο γράφων παρέστη ως παράνυμφος. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, έλαβα τηλεφώνημα από τον Γκουίντο Γκονέλλα, υπουργό Παιδείας ο οποίος του είπε ότι είχε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες η επίθεση κατά της Ελλάδος ήταν ζήτημα ωρών.
Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου συγκεντρώθηκαν όλοι οι Έλληνες στο σπίτι των νεόνυμφων Ελλήνων, των οποίων η στέψη έγινε πριν το μεσημέρι. Εκεί, παρά «τον κρατούντα εύθυμον τόνον, δεν κατορθώσαμεν να καταπνίξωμεν ένα αίσθημα ανησυχίας και πόνου», όπως γράφει ο Ζώρας και συνεχίζει: Την 1ην πρωινήν ώραν το ραδιόφωνον ανήγγειλεν ότι η περίοδος της ανεκτικότητας ετελείωσε και ότι άρχισε η στιγμή της δράσης. Η έννοια των λεγομένων ήταν σαφής.
Την επομένη οι εφημερίδες περιέγραφαν με λεπτομέρειες τα τελευταία γεγονότα και επέρριπταν το βάρος στην Ελλάδα για την συμπεριφορά της. Προανήγγειλαν μάλιστα ότι η εξέλιξη των γεγονότων θα ήταν ταχεία και σε διάστημα πολύ μικρό θα ολοκληρωνότανε η κατάληψη της Ελλάδος.
Ευτυχώς μετά από πολλές προσπάθειες κατορθώσαμε να ακούσουμε τον ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό και το πρώτο ανακοινωθέν μας γέμισε ενθουσιασμό και αισιοδοξία.
Τις πρώτες ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου ακολούθησε βιαιότατη αρθρογραφία του ιταλικού τύπου κατά της Ελλάδος και εκτεταμένες πληροφορίες περί νικηφόρου προελάσεως του ιταλικού στρατού στο ελληνικό έδαφος.
Οι «πληροφορίες» αυτές, όπως φαίνεται, είχαν προετοιμασθεί πριν από την κήρυξη του πολέμου στα φασιστικά γραφεία.
Ευτυχώς ο αγγλικός σταθμός (τον οποίο με μεγάλο κίνδυνο κατορθώσαμε να ακούσουμε) μας πληροφορούσε για την πραγματικότητα. Μετά τις πρώτες ημέρες και ο ιταλικός τύπος άρχιζε να αλλάζει τον τόνο και να ομιλεί περί μεγάλων δυσχερειών εξαιτίας του καιρού και της ορεινής διαμορφώσεως του εδάφους. Την θριαμβολογία των πρώτων ημερών διαδέχονταν τώρα η απογοήτευση και η ανησυχία. Έβλεπε κανείς στα πρόσωπα όλων την απελπισία για την αποτυχία των σχεδίων, ενώ οι επίσημοι φασιστικοί κύκλοι άφηναν πλέον να διαφαίνεται όλη η πικρία και η απελπισία για την διάλυση των ονείρων τους και την πλήρη κατάργηση του κύρους των σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Εκείνο το οποίο είχαν νομίσει ως εύκολο θρίαμβο, μεταβάλλονταν τώρα σε επαίσχυντη ήττα. Οι πρώτες ειδήσεις περί ιταλικών αποτυχιών, παρά τις προσπάθειες συγκάλυψης, αποδείκνυαν την επιπολαιότητα των επιχειρήσεων και το επικίνδυνο της αναληφθείσης πρωτοβουλίας.
Στο μεταξύ οι Έλληνες είχαμε ειδοποιηθεί να είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση. Ακριβώς μία εβδομάδα μετά την κήρυξη του πολέμου η διπλωματική αμαξοστοιχία αναχωρούσε από τη Ρώμη φέρνοντας στην Ελλάδα, την Πριγκίπισσα Μαρία της Ελλάδος, την Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα μαζί με την μητέρα της Μάνου, τον ναύαρχο Ιωαννίδη, τον Πρεσβευτή της Ελλάδος και το προσωπικό της Ελληνικής Πρεσβείας, τον Αθανασιάδη-Νόβα, τον γράφοντα (Ζώρα) και μερικούς άλλους.
Την τελευταία στιγμή πριν την αναχώρηση, με τον κ. Νόβα πήγαμε στο Καφενείο του σταθμού για να κάνουμε μερικές προμήθειες για το ταξίδι. Ο αστυνομικός που με παρακολουθούσε από την 15ην Αυγούστου μας επλησίασε και δέχτηκε ένα ποτήρι κονιάκ που του προσφέραμε. Το έπιε… υπέρ της Ελληνοιταλικής φιλίας, ευτυχής διότι είχε λήξει η αποστολή της παρακολουθήσεώς μου. Ήταν ο τελευταίος χαιρετισμός της Ιταλίας.
Η επιστροφή έγινε μέσω της Γιουγκοσλαβίας, όπου οι τότε φίλοι Σέρβοι μας επιφύλαξαν θερμότατες εκδηλώσεις.
Μετά από διήμερο συνεχές ταξίδι εφθάσαμε στα ελληνικά σύνορα και τότε ο Νόβας από τον εξώστη του οχήματος απήγγειλε προς το συγκεντρωμένο πλήθος το ποίημά του «Γλυκειά μου Ελλάδα», το οποίο είχε συνθέσει εκείνη την στιγμή και το οποίον όλοι ακούσαμε με απερίγραπτη συγκίνηση:
Άρματ’ αν σου λείπουν και κανόνια
Σου περισεύει η πίστη κ’ η καρδιά!
Τρεις χιλιάδες, ένδοξα όλα, χρόνια
Τη χρυσή σου αγιάζουν Λευτεριά
Κ’ είναι κάθε χρόνος, καθ’ αιώνας
Ένα στίφος άυλο, ένας στρατός-
Άνισος στα σίδερα ο αγώνας
Άνισος και στα όπλα του φωτός!
Με το αστραφτερό σου οπλίσου δίκηο.
Χτύπησε τη βία θαρρετή.
Κάλλιο ν’άχεις θάνατο αντρίκειο
Παρά να ζήσης δίχως αρετή!
Μα, γλυκειά μου Ελλάδα, δεν πεθαίνεις,
Όπως δεν πέθανες ποτέ!
Ζης αιώνια κι’ όλους ανασταίνεις,
Όταν ξαναλές: «Μολών Λαβέ»!
Την επομένη βρισκόμασταν πλέον στην Αθήνα, όπου μια ζωή εθνικής υπερηφάνειας και πατριωτικού ενθουσιασμού εγέμιζε την ελληνική ατμόσφαιρα.
Πηγή
http://greeknation.blogspot.gr/2015/10/1940.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου