Στη φωτογραφία ο Λορέντζος Μαβίλης με στολή Γαριβαλδινού λοχαγού Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Τέτοιες μέρες, το Νοέμβρη του 1912, πριν απο 99 χρόνια, έπεφτε πολεμώντας ηρωικά στο Δρίσκο της Ηπείρου, ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, γράφοντας με το αίμα του το καλύτερο ποίημα της ζωής του! Τότε, που οι πνευματικοί άνθρωποι, μαζί με την πένα, κρατούσαν και το όπλο…
Γεννήθηκε στις 6-9-1860 στην Ιθάκη. Είχε ισπανική καταγωγή, αφού ο παππούς του, ισπανός πρόξενος, νυμφεύθηκε κερκυραία αρχοντοπούλα και ο πατέρας του Παύλος, δικαστής, νυμφεύθηκε την Ιωάννα Καποδίστρια-Σούφη. Ο Λορέντζος είχε ζωηρή ελληνική συνείδηση.
Όταν ξέσπασε το 1896 η κρητική επανάσταση με τους τούρκους να σφάζουν τους χριστιανούς στα Χανιά, ο Μαβίλης έτρεξε εθελοντής, πολέμησε στα κρητικά βουνά και τραυματίστηκε στο χέρι. Και όταν κηρύχθηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος συγκρότησε σώμα εθελοντών από 70 κερκυραίους, τους ώπλισε με δικά του χρήματα και τράβηξαν για την Ήπειρο να πολεμήσουν… Το 1910 εξελέγη βουλευτής και μνημειώδεις παρέμειναν οι αγορεύσεις του στη Βουλή για το γλωσσικό ζήτημα, που βρισκόταν τότε σε μεγάλη οξύτητα. Στην ιστορία έχει μείνει και η κοφτερή του φράση: «δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι».
Η ποίηση του Μαβίλη αντιπροσωπεύεται κυρίως από 60 δεκατετράστιχα σονέττα, που κάλλιστα μπορούν να συγκριθούν με τα καλύτερα αντίστοιχα ξένων ποιητών: «Λήθη», «Μούχρωμα», «Ελιά», « Καλλιπάτειρα», «Άνθρωπος», συγκίνησαν και εξακολουθούν να συγκινούν…
Το θέρος του 1912, το εθνικό προσκλητήριο των Βαλκανικών Πολέμων τον ξεσήκωσε από τους πρώτους. Βέβαια τώρα ο ποιητής δεν είχε τις οικονομικές δυνατότητες να συγκροτήσει, όπως άλλοτε, δικό του εθελοντικό σώμα. Κατατάχθηκε στο σώμα των Γαριβαλδινών ως απλός στρατιώτης κι άς ήταν 52 ετών! Όμως ο Αλέξανδρος Ρώμας, ένας από τους αρχηγούς του σώματος, επέμενε να τον κάνουν λοχαγό για να απόφευγε μερικές από τις κακουχίες του πολέμου.
Ο Μαβίλης τελικά δέχτηκε κι έγινε λοχαγός, αλλά συμμερίστηκε όλες τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες των στρατιωτών του. Βρέθηκε στις όχθες του παραπόταμου του Αράχθου, Μπαλντούμα, και βρήκε το γεφύρι γκρεμισμένο. Μπήκε μαζί με τους στρατιώτες στο νερό ως το στήθος, αρνούμενος να το περάσει καβαλάρης…
Τέλη Νοεμβρίου 1912, οι Γαριβαλδινοί βρίσκονταν στα υψώματα του Δρίσκου που είχαν καταλάβει μετά από σκληρές μάχες. Μα οι Τούρκοι συγκέντρωσαν υπέρτερες δυνάμεις και έκαναν αντεπίθεση. Οι οβίδες από το πυροβολικό του εχθρού έσκαγαν στις θέσεις τους σαν καταιγίδα η μια κοντά στην άλλη. Το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου έκαναν πολεμικό συμβούλιο, μιλούσαν όλοι για δύσκολη κατάσταση και έπρεπε να συμπτυχθούν. Ολοι συμφώνησαν εκτός από τον Μαβίλη. « Εγώ θα μείνω» είπε, κι έμεινε.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν μοιραία για τον ποιητή. ΄Ενα βόλι τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ζαλισμένος δοκίμασε να πάει δίπλα στο εκκλησάκι που είχε μετατραπεί σε πρόχειρο χειρουργείο για τις πρώτες βοήθειες. Μια δεύτερη σφαίρα τον χτύπησε κατάστηθα, το αίμα έτρεχε ποτάμι και ο Λορέντζος σωριάστηκε καταγής… Τα τελευταία του λόγια: «επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου». Μετά από λίγο ο παπα-Φώτης, ο ιερέας του Σώματος, τούκλεισε τα μάτια και οι Γαριβαλδινοί σε στάση προσοχής τον αποχαιρέτησαν στρατιωτικά…
Από τα καλύτερα ποιήματα του «H Λήθη»
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε τὴν πίκρια τῆς ζωῆς.
Ὅντας βυθίσει ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν
καὶ πᾶνε στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου