Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα & η διάλυση του Στρατού

ImageΤον Απρίλιο του 1941 η Ελλάδα κλήθηκε, εκτός από την Ιταλία, να πολεμήσει και τη ναζιστική Γερμανία. Τίποτε όμως δεν δικαιολογούσε τη διάλυση του Ελληνικού Στρατού που επήλθε...


Εδώ με τις πενιχρές υλικές δυνάμεις της αγωνίζονταν από πενταμήνου κατά της πανίσχυρης φασιστικής Ιταλίας, η Ελλάδα καλούνταν τον Απρίλιο του 1941 να αντιμετωπίσει και την εισβολή της τεράστιας πολεμικής μηχανής της ναζιστικής Γερμανίας. Το γεγονός όμως ότι ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε αδυνατώντας να αντιμετωπίσει επιτυχώς την κατάσταση ελάχιστη σχέση είχε με το αξιόμαχο του ηρωικού στρατεύματος: οφειλόταν στα πολλά και μεγάλα λάθη της τότε ανωτάτης ελληνικής ηγεσίας και εάν είχε αποφευχθεί, η εξέλιξη του πολέμου θα ήταν πολύ διαφορετική. (ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ)

Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος, στις 28 Οκτωβρίου 1940, την οποία ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι είχε αποφασίσει χωρίς να έχει ενημερώσει το σύμμαχό του Γερμανό δικτάτορα Αδόλφο Χίτλερ, κατά βάση είχε δυσαρεστήσει τη γερμανική ηγεσία. Τη χρονική εκείνη περίοδο ο Χίτλερ έχοντας ως βασική επιδίωξη τον περιορισμό της πολεμικής ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας και την κατάκτηση της Σοβιετικής Ένωσης δεν έτρεφε επεκτατικές βλέψεις κατά της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Η επίθεση όμως των Ιταλών κατά της Ελλάδας έμμεσα κατέστησε αυτή σύμμαχο της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία ήταν τότε η μόνη χώρα της Ευρώπης που βρίσκονταν σε πόλεμο κατά των δυνάμεων του Άξονα ή αλλιώς Τριμερούς Συμφώνου (Γερμανίας-Ιταλίας-Ιαπωνίας) και ανθίστατο στα επεκτατικά σχέδια αυτών. Στο πλαίσιο της όλης πολεμικής προσπάθειάς τους οι Άγγλοι συνέδραμαν τον αγώνα των Ελλήνων κατά των Ιταλών βασικά με μια μικρή αεροπορική δύναμη η οποία συμμετείχε στις επιχειρήσεις, και με το ναυτικό έλεγχο των πέριξ της Ελλάδας θαλασσών.
Η έναντι της Ελλάδας στάση της Γερμανίας άρχισε να διαφοροποιείται μετά την ήττα και ταπείνωση της Ιταλίας από τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος όχι μόνο απέκρουσε επιτυχώς την ιταλική επίθεση αλλά απώθησε τις ιταλικές δυνάμεις πέραν των ελληνοαλβανικών συνόρων και απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο. Η ελληνική νίκη επί της Ιταλίας με τη μικρή έστω συνδρομή της Βρετανίας δημιουργούσε βάσιμο ενδεχόμενο εγκατάστασης στην Ελλάδα βρετανικών βάσεων, από τις οποίες η βρετανική αεροπορία θα μπορούσε να απειλήσει το δεξιό πλευρό της προετοιμαζόμενης από τη Γερμανία μεγάλης επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Το ενδεχόμενο εκείνο σε συνδυασμό με την αδυναμία του Χίτλερ να παρέμβει αποτελεσματικά για τον τερματισμό του ελληνοϊταλικού πολέμου τον οδήγησε στην απόφαση να καταλάβει και την Ελλάδα. Από το Δεκέμβριο του 1940 οι Γερμανοί άρχισαν τη σχεδίαση της κατά της Ελλάδας επίθεσης με την κωδική ονομασία «Μαρίτα».
Η ελληνική ηγεσία σε πλήρη αβεβαιότητα και σύγχυση
Η ελληνική ηγεσία, ευελπιστώντας να αποφύγει γερμανική επίθεση εναντίον της χώρας, απέφευγε αποφάσεις και ενέργειες που θα μπορούσαν να την προκαλέσουν.
Έτσι, σε σύσκεψη που έγινε στις 15 και 16 Ιανουαρίου 1941 στην Αθήνα μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών αξιωματούχων η ελληνική ηγεσία απέρριψε βρετανική πρόταση για την αποστολή στην Ελλάδα βρετανικών δυνάμεων (2-3 μεραρχιών και αεροπορικού δυναμικού) για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης γερμανικής επίθεση. Η δικαιολογία ήταν ότι, αφενός οι δυνάμεις που θα αποστέλλονταν θα ήταν ανεπαρκείς και θα αποθάρρυναν τη συμπαράταξη της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας με την Αγγλία και την Ελλάδα, αφετέρου η εγκατάσταση αυτών στη χώρα θα προκαλούσε τη γερμανική επίθεση. Την ίδια στάση τήρησε η ελληνική ηγεσία και στις 8 Φεβρουαρίου 1941 με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον αποβιώσαντα Ι. Μεταξά.
Στις 22 Φεβρουαρίου έγινε νέα σύσκεψη στο Τατόι μεταξύ της ελληνικής ηγεσίας και Άγγλων αξιωματούχων με επικεφαλής τον υπουργό Εξωτερικών Σερ Άντονι Ίντεν και τον αρχηγό του βρετανικού Γενικού Επιτελείου Σερ Τζον Ντιλ.
Στις συνομιλίες εκείνες οι Έλληνες δέχτηκαν την αποστολή στη Ελλάδα βρετανικών δυνάμεων. Αυτοί όμως εξαρτούσαν την έναρξη αποστολής των δυνάμεων και την απόφαση για την περιοχή στην οποία θα διεξαγόταν η άμυνα από την έναντι των εμπόλεμων πλευρών στάση τής ουδέτερης μέχρι τότε Γιουγκοσλαβίας και σε μικρότερο βαθμό της καιροσκοπούσας Τουρκίας. Μέσα σε μια κατάσταση αβεβαιότητας, σύγχυσης και αμφιταλαντεύσεων εκείνο που διαφαινόταν ήταν ότι η ελληνική ηγεσία με βασικό παράγοντα τον αρχιστράτηγο Α. Παπάγο εξέταζε τις εξής τρεις περιπτώσεις άμυνας:
>Εάν η Γιουγκοσλαβία συμπαρατάσσονταν με την Αγγλία και την Ελλάδα η άμυνα της Ελλάδας θα διεξαγόταν στην οχυρωμένη τοποθεσία των συνόρων (όρος Μπέλες-ποταμός Νέστος ή γραμμή Μεταξά), και οπωσδήποτε θα διατηρούνταν η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης προκειμένου μέσω του εκεί λιμανιού να ανεφοδιάζεται ο γιουγκοσλαβικός στρατός.
>Εάν η Γιουγκοσλαβία παρέμενε ουδέτερη και δεν επέτρεπε τη διά του εδάφους της διέλευση των γερμανικών δυνάμεων, ο αγώνας κατά των Γερμανών θα δινόταν στην τοποθεσία των ορέων Βόρας (Καϊμακτσαλάν)-Βέρμιο-Όλυμπος ή Τοποθεσία Βερμίου. Στις δύο εκείνες περιπτώσεις ο Στρατός Ηπείρου θα συνέχιζε τον κατά των Ιταλών αγώνα στην κατεχόμενη γραμμή Χειμάρρας-Κλεισούρας-Πόγραδετς (λίμνη Αχρίδα).
>Εάν η Γιουγκοσλαβία συνέπραττε με τους Γερμανούς ή έστω επέτρεπε τη διέλευση των δυνάμεών τους από το έδαφός της, η άμυνα κατά των Γερμανών και των Ιταλών θα δινόταν στην τοποθεσία Όλυμπος-Αλιάκμονας ποταμός-Βενέτικος ποταμός-όρος Σμόλικας- ελληνοαλβανική μεθόριος, μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο εδώ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου