Η σύγκρουση Ρωσίας-Τσετσενίας έχει μεγάλη ιστορία, ξεκινώντας από την εποχή της ρωσικής επέκτασης κατά το 19ο αιώνα, όταν η Τσετσενία προσαρτήθηκε διά της βίας στη Ρωσία. Οι Τσετσένοι δεν αποδέχθηκαν ποτέ τη ρωσική κυριαρχία και, κατά τη διάρκεια της ταραχώδους περιόδου εγκαθίδρυσης του σοβιετικού καθεστώτος (1917 - 1920), κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, μέχρι να ηττηθούν από τον Κόκκινο Στρατό το 1920.
Η Τσετσενία αυτοανακηρύχθηκε για άλλη μια φορά ανεξάρτητη το 1991, υπό την ηγεσία του πρώην πιλότου της σοβιετικής πολεμικής αεροπορίας, Τζοχάρ Ντουντάγεφ. Δύο χρόνια αργότερα, το 1993, η επίσημη διακήρυξη ανεξαρτησίας από την κυβέρνηση του Ντουντάγεφ αποτέλεσε το έναυσμα εμφυλίου πολέμου. Στο διάστημα 1993 - 1994 έγιναν πολλές προσπάθειες ανατροπής του Ντουντάγεφ με την υποστήριξη της Μόσχας, αλλα όλες απέτυχαν. Ενοπλες αντιπολιτευόμενες ομάδες, με την οικονομική και στρατιωτική στήριξη της Ρωσίας, πραγματοποίησαν σειρά επιθέσεων και ο Ντουντάγεφ κήρυξε στρατιωτικό νόμο το Σεπτέμβριο του 1994.
Το καθεστώς Ντουντάγεφ
Στις 26 Νοεμβρίου 1994, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε εκτεταμένη επίθεση με τη συμμετοχή «εθελοντών» από επίλεκτες ρωσικές στρατιωτικές μονάδες. Και πάλι απέτυχαν να ανατρέψουν τον Ντουντάγεφ.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση του προέδρου Γέλτσιν αποφάσισε ανοιχτή επέμβαση και, στις 10 και 11 του μηνός, τρεις ρωσικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, μονάδες τσετσενικού φιλορωσικού πεζικού και μονάδες εσωτερικής ασφάλειας εισέβαλαν με στόχο την εγκατάσταση κυβέρνησης αρεστής στη Μόσχα.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν σύμφωνο με τις προβλέψεις της ρωσικής κυβέρνησης. Παρά τις εξαιρετικά βίαιες μάχες και τους εκτεταμένους βομβαρδισμούς, ιδίως στην πρωτεύουσα Γκρόζνι, που ουσιαστικά ισοπεδώθηκε (οι εκρήξεις υπολογίζεται ότι έφτασαν τις 4.000/ώρα), οι δυνάμεις του Ντουντάγεφ διατήρησαν τον έλεγχο εκτεταμένων περιοχών της Τσετσενίας, για να ανακαταλάβουν το Γκρόζνι τον Αύγουστο του 1996.
Κάποια διευθέτηση επιτεύχθηκε τον Μάιο του 1996, όταν ο Τσετσένος ηγέτης, Ζελιμχάν Γιανταρμπίγεφ, υπέγραψε κατάπαυση του πυρός με τον Γέλτσιν. Ακολούθησαν οι συμφωνίες ειρήνης με τη μεσολάβηση του ΟΑΣΕ, οι οποίες όριζαν την 30ή Αυγούστου 1996, για την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων, με τον παράλληλο αφοπλισμό των τσετσενικών δυνάμεων.
Οι συμφωνίες δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Τις διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Αλεξάντερ Λέμπεντ και τον Αύγουστο υπέγραψε συμφωνία με τον Τσετσένο διοικητή, Ασλάν Μασχάντοφ. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τερματισμό εχθροπραξιών, ανταλλαγή αιχμαλώτων και κοινή διοίκηση από κυβέρνηση συνασπισμού. Προέβλεπε ακόμη ότι η τελική υπόσταση της Τσετσενίας θα αποφασιζόταν έπειτα από διάστημα πέντε ετών.
Ακολούθησαν πολλές άλλες συμφωνίες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή που υπέγραψαν ο Ρώσος πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν και ο Τσετσένος πρόεδρος Ασλάν Μασχάντοφ, τον Μάιο του 1997, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, αν και επιτεύχθηκε μείωση της έντασης.
Δημιουργία ισλαμικού κράτους
Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999, Τσετσένοι αυτονομιστές πραγματοποίησαν εισβολές στο γειτονικό Νταγκεστάν, με σκοπό τη δημιουργία Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν. Τότε αναφέρθηκε ότι είχαν την υποστήριξη του Οσάμα μπιν Λάντεν.
Αρχικά, η ρωσική κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στην Τσετσενία και το Νταγκεστάν. Ο τότε πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι στόχος ήταν να εμποδιστεί η είσοδος Τσετσένων ανταρτών, αλλά πολλοί θεώρησαν ότι η Ρωσία ήθελε να «πάρει το αίμα της πίσω». Αυτό το αίσθημα θεωρείται ότι βοήθησε τον Βλαντιμίρ Πούτιν να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Τον Οκτώβριο του 1999, ο Πούτιν κήρυξε «παράνομο» τον πρόεδρο της Τσετσενίας, Ασλάν Μασχάντοφ καθώς και το τσετσενικό Κοινοβούλιο. Ακολούθησαν νέες χερσαίες επιχειρήσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, ο λεγόμενος «δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας».
Το καθεστώς Ντουντάγεφ
Στις 26 Νοεμβρίου 1994, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε εκτεταμένη επίθεση με τη συμμετοχή «εθελοντών» από επίλεκτες ρωσικές στρατιωτικές μονάδες. Και πάλι απέτυχαν να ανατρέψουν τον Ντουντάγεφ.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση του προέδρου Γέλτσιν αποφάσισε ανοιχτή επέμβαση και, στις 10 και 11 του μηνός, τρεις ρωσικές τεθωρακισμένες μεραρχίες, μονάδες τσετσενικού φιλορωσικού πεζικού και μονάδες εσωτερικής ασφάλειας εισέβαλαν με στόχο την εγκατάσταση κυβέρνησης αρεστής στη Μόσχα.
Το αποτέλεσμα δεν ήταν σύμφωνο με τις προβλέψεις της ρωσικής κυβέρνησης. Παρά τις εξαιρετικά βίαιες μάχες και τους εκτεταμένους βομβαρδισμούς, ιδίως στην πρωτεύουσα Γκρόζνι, που ουσιαστικά ισοπεδώθηκε (οι εκρήξεις υπολογίζεται ότι έφτασαν τις 4.000/ώρα), οι δυνάμεις του Ντουντάγεφ διατήρησαν τον έλεγχο εκτεταμένων περιοχών της Τσετσενίας, για να ανακαταλάβουν το Γκρόζνι τον Αύγουστο του 1996.
Κάποια διευθέτηση επιτεύχθηκε τον Μάιο του 1996, όταν ο Τσετσένος ηγέτης, Ζελιμχάν Γιανταρμπίγεφ, υπέγραψε κατάπαυση του πυρός με τον Γέλτσιν. Ακολούθησαν οι συμφωνίες ειρήνης με τη μεσολάβηση του ΟΑΣΕ, οι οποίες όριζαν την 30ή Αυγούστου 1996, για την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων, με τον παράλληλο αφοπλισμό των τσετσενικών δυνάμεων.
Οι συμφωνίες δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Τις διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Αλεξάντερ Λέμπεντ και τον Αύγουστο υπέγραψε συμφωνία με τον Τσετσένο διοικητή, Ασλάν Μασχάντοφ. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε τερματισμό εχθροπραξιών, ανταλλαγή αιχμαλώτων και κοινή διοίκηση από κυβέρνηση συνασπισμού. Προέβλεπε ακόμη ότι η τελική υπόσταση της Τσετσενίας θα αποφασιζόταν έπειτα από διάστημα πέντε ετών.
Ακολούθησαν πολλές άλλες συμφωνίες, ανάμεσα στις οποίες και αυτή που υπέγραψαν ο Ρώσος πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν και ο Τσετσένος πρόεδρος Ασλάν Μασχάντοφ, τον Μάιο του 1997, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, αν και επιτεύχθηκε μείωση της έντασης.
Δημιουργία ισλαμικού κράτους
Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999, Τσετσένοι αυτονομιστές πραγματοποίησαν εισβολές στο γειτονικό Νταγκεστάν, με σκοπό τη δημιουργία Ισλαμικού Κράτους του Νταγκεστάν. Τότε αναφέρθηκε ότι είχαν την υποστήριξη του Οσάμα μπιν Λάντεν.
Αρχικά, η ρωσική κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στην Τσετσενία και το Νταγκεστάν. Ο τότε πρωθυπουργός Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι στόχος ήταν να εμποδιστεί η είσοδος Τσετσένων ανταρτών, αλλά πολλοί θεώρησαν ότι η Ρωσία ήθελε να «πάρει το αίμα της πίσω». Αυτό το αίσθημα θεωρείται ότι βοήθησε τον Βλαντιμίρ Πούτιν να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Τον Οκτώβριο του 1999, ο Πούτιν κήρυξε «παράνομο» τον πρόεδρο της Τσετσενίας, Ασλάν Μασχάντοφ καθώς και το τσετσενικό Κοινοβούλιο. Ακολούθησαν νέες χερσαίες επιχειρήσεις των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, ο λεγόμενος «δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου