Η Ελληνική είναι η γλώσσα των θεών, η Γλώσσα των Γλωσσών, η γλώσσα του ανθρώπου και κάθε ελλόγου όντος, το σύμπαν της γνώσεως, η απεικόνισις του Σύμπαντος
Ειρήνη Φιλιππάκη.– Warburton (2204)
·
κατάλληλος για αραίωση # που προκαλεί αραίωση
·
δυσπρόσωπος
·
πολύ δυστυχής # πανάθλιος # δύσμοιρος #
εξαθλιωμένος # πονεμένος # αξιοθρήνητος
·
δύσκολα υποφέρω τα βάσανα
·
επικαλούμενος τη χάρη του Αγίου Πνεύματος
·
αστρονομία # αστεροσκοπία # επιστήμη μελέτης του
ουρανού # ουρανογνωσία # ουράνια μηχανική
·
βγάζω βέλος από πληγή
·
όμοιος με δράκο # όμοιος με φίδι # οφιοειδής #
ελισσόμενος σπειροειδώς # φιδίσιος # φιδωτός # που σχηματίζει μαιάνδρους
·
σπορά # σπέρμα # γονή
·
όμοιος με εμετό
·
αποθήκη χόρτου
·
θυσία των παιδιών
·
ίσο μερίδιο # ίσα δικαιώματα
·
σαν θεός
·
ίσος με αδελφό # θεωρούμενος ως αδελφός
·
εξισούμαι # είμαι ίσος # νομίζω τον εαυτό μου ίσο
·
ξέρω # γνωρίζω (ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!!! )
·
ίσος με τους αποστόλους της εκκλησίας
·
γαλαζοπράσινος
Μιχάλης Γεωργιαφέντης (2874)
·
εξολοθρευτής ανθρώπων # φονιάς # δολοφόνος #
ανθρωποκτόνος
·
ανόητος κλέφτης
·
θεληματικά ριπτόμενος στον κίνδυνο # ριψοκίνδυνος
# παράτολμος
·
είμαι συμμέτοχος των δαπανών συντήρησης πολεμικού
πλοίου
·
που έχει γαμψά νύχια
·
απαλλαγή στράτευσης # λιποταξία # εγκατάλειψη
στρατού
·
στρατηγική ανικανότητα
·
μη χρηματίσας στρατηγός # ανίκανος για στρατηγός
# ο χωρίς στρατηγούς # αδιοίκητος
·
κάπα # πανωφόρι "χλαίνης είδος
ευτελούς" # προβιά "περιβόλαιον αγροίκον ή δουλικόν ή παλαιόν"
ΑΝΑΝΕΩΣΗ
ΑΝΑΝΕΩΣΗ
- έχω σφοδρό πυρετό με παραφροσύνη # παραληρώ από το πυρετό # είμαι παράφρων # είμαι τρελός
- δέσιμο βιβλίου # κάλυμμα βιβλίου # πετρώδης τόπος
- φτιαγμένος από φελλό
- φελλός # δέντρο που παράγει φελλό # λίθος (στη Μακεδονική διάλεκτο)
- κατάλληλος ή ικανός στη χημεία ή την αλχημεία
- αιπόλος # αιγοβοσκός # γιδοβοσκός
- γίνομαι κρυφά κύριος
- ο της κατασκευής παπουτσιών
- υπάλληλοι (δέκα) διορισμένοι να επιστατούν σε δημοπρασίες περιουσιών που κατασχέθηκαν (στην Αθήνα) ή στην εκμίσθωση τελών και δασμών στον πλειοδότη
- σοφός αμαθής # σοφός απαίδευτος # θυμόσοφος # σοφός από ένστικτο
- παρατσούκλι για νεαρούς που με τη συμπεριφορά τους ήθελαν να τους αποκαλούν σοφούς
- ασυνείδητος # ανεπίγνωστος # ασυναίσθητος # ασύνειδος # αφιλότιμος # πωρωμένος # αθεόφοβος
- πρέπει να αντικαταστήσουμε # πρέπει να εισάγουμε αντί άλλου
- εισβάλλω εναντίον
- ισαγωγή αντί άλλου # ρητορικό σχήμα όπου σε γενικό ισχυρισμό αντιτάσσεται μερική περίπτωση αντίθετη της γενικότητας
- καταστροφέας του Ιλίου (ο Διομήδης)
- από την Τροία
Γεώργιος Κοτζόγλου. (2161)
·
άνθρωπος κατώτερης ποιότητας
·
μεταφέρω με οχετό ή τάφρο νερό σε άλλο μέρος #
διοχετεύω # μεταστρέφω τα νερά οχετού σε άλλο παρακείμενο αγωγό # υποκλέπτω #
κλέβω επιδέξια # πετυχαίνω αθέμιτα
·
κατώτατος # ύστατος # έσχατος
·
φέρνω νερό
·
κάτωθεν # από κάτω # κάτω # υποκάτω
·
πλοίο του Χάρου
·
υποχθόνιοι
·
καταχθόνιοι θεοί
·
υποχθόνιος # κατώτερος # πιο χαμηλά ευρισκόμενος
# παρακάτω ευρισκόμενος
·
ταχυδρόμος των νερτέρων # άγγελος του Άδη ή του
Πλούτωνα
·
μάντης που ασκεί νεκρομαντεία
·
σαρκοφάγο όρνεο # αρπακτικό πτηνό
Μαργαρίτα Λουκά (1077)
·
κόβω τη γλώσσα
·
αρχικλέφτης # αρχιληστής # πρωτοκλέφτης
·
ηγεμονικός # βασιλικός # ο της αρχής (εξουσίας) #
κατάλληλος για να άρχει # έμπειρος στο να διοικεί
·
κουβάς αδειάσματος νερών βάρκας ή πλοίου
·
ανοσιουργώ # παρανομώ # κάνω ανοσιουργήματα #
αδικοπραγώ # ενεργώ παράνομα # παραβαίνω το νόμο
·
γνώστης καλών αλόγων # αυτός που τα ξέρει όλα #
ξερόλας # μωρόσοφος # έμπειρος # ειδήμων
·
κρύπτων τις σκέψεις ή προθέσεις του
·
φονεύων κρυφά # δολοφόνος
·
είμαι ληστής # αρπάζω # ληστεύω # αρπάζω ξένη
περιουσία # αφαιρώ ξένη περιουσία # διαγουμίζω # κουρσεύω # λεηλατώ # γυμνώνω
·
σφάλλω ακόμη περισσότερο # κάνω σφάλμα μεγαλύτερο
# αμαρτάνω ακόμη περισσότερο
·
σπείρομαι # σπέρνομαι # σποριάζω
·
γεννώ νεκρό έμβρυο
·
ανθρωπόμορφος # ανθρωποειδής # με μορφή ανθρώπου
·
μανδραγόρας - φυτό ναρκωτικό και υπνωτικό
·
αιρετικοί που θεωρούν το Θεό ανθρωπόμορφο
·
θεές του όρκου με δικό τους ιερό στην Αλίαρτο
·
ιερατική αττική γενεά που επιτελούσε τις γιορτές
των Πλυντηρίων ή Καλλυντηρίων οι "το έδος το αρχαίον της Αθηνάς
αμφιέννυντες"
·
εκτελώ με επιβουλή και αιφνιδίως κάτι # εκτελώ
κάτι με προμελέτη και δόλο ή προδοσία # κυριεύω με αιφνίδια έφοδο ή προδοσία #
καταστρατηγώ
Άννα Διαμαντοπούλου Απαξιώ καν και να ασχοληθώ
οφις66
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου