Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ο καθηγητής κ. Θεόδωρος Πίτσιος καταρρίπτει το μύθο της ρίψης βρεφών στον Καιάδα

Συνέντευξη του καθηγητή Θεόδωρου Πίτσιου στον Μηνά Παπαγεωργίου. Ένα μικρό μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Forbidden History.
1) Aγαπητέ κ. Πίτσιο, θα ήθελα να σας ρωτήσω αρχικά ποια ερεθίσματα που σας οδήγησαν στο να ασχοληθείτε με το ζήτημα του Καιάδα;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια αυτοψία στο γνωστό σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης, με εντολή του τότε Προϊσταμένου της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού κ. Πέτρου Θέμελη, και ένα... δημοσίευμα σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας ανέσυραν από τα βάθη του χρόνου και την αχλή της Ιστορίας, ολοζώντανο το μύθο του αρχαίου Καιάδα προκαλώντας το ζωηρό ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινού.

Στην επιτόπια αυτοψία του σπηλαιοβαράθρου, το Μάρτιο 1983, συμμετείχαν ο Β. Καμπούρογλου, γεωλόγος της Εφορείας Σπηλαιολογίας-Παλαιοανθρωπολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, ο έμπειρος σπηλαιολόγος και αείμνηστος φίλος Ι. Ιωάννου και ο ομιλών, ως ανθρωπολόγος και Επιμελητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Ενώ οι πρώτες εντυπώσεις από την επίσκεψη στο χώρο του Καιάδα είχαν δημοσιοποιηθεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «ΕΝΑ», του οποίου εκδότης υπήρξε ο εξαίρετος άνθρωπος και αδικοχαμένος πολιτικός, Π. Μπακογιάννης.

Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα συνεχίστηκαν από το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας & Σπηλαιολογίας, και την Ε΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Τα πρακτικά επιστημονικού συμποσίου με αντικείμενο το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα που δημοσιεύτηκαν το 2008, αποτελούν καρπό όλων των ερευνητικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα για την επιτόπια μελέτη των συνθηκών του Σπηλαιοβαράθρου του Καιάδα, την εργαστηριακή εξέταση των ανθρωπολογικών ευρημάτων του, καθώς και τη διερεύνηση των ιστορικών δεδομένων του που συνδέονται άρρηκτα με το μύθο και την ιστορική πραγματικότητα της αρχαίας Σπάρτης.

Το Ανθρωπολογικό μουσείο της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, από την ίδρυσή του το 1886 μέχρι σήμερα, έχει συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις, στην ανάπτυξη του γνωστικού αντικειμένου της Φυσικής Ανθρωπολογίας, στην καλλιέργεια ανθρωπολογικής παιδείας και στην ευρύτερη διάδοση ανθρωπολογικών γνώσεων στη χώρα μας.

Η δυνατότητα της πολύπλευρης επιστημονικής διερεύνησης αρχαίων πληθυσμών του ελλαδικού χώρου οφείλεται στο μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η διεξοδική ιστορική, κοινωνική, δημογραφική και εξελικτική διερεύνηση αυτών των πληθυσμών για την κατανόηση των αέναων ιστορικών, κοινωνικών και εξελικτικών διεργασιών και των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεών τους με τους ανθρώπινους πληθυσμούς. Πηγή προέλευσης του αρχαίου σκελετικού υλικού αποτελούν, κατά κανόνα, οι ανασκαφές αρχαίων νεκροταφείων, το ιστορικό, πολιτισμικό και κοινωνικό context των οποίων αποτελεί και το ουσιαστικό πλαίσιο αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της ανθρωπολογικής μελέτης.

Σε κάθε περίπτωση τα ανθρώπινα σκελετικά ευρήματα που ανασκάπτονται από αρχαιολόγους και ανθρωπολόγους έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη μεθοδολογική αντιμετώπιση και φροντίδα, κατά τη διαδικασία ανασκαφής και της προσεκτικής τους συγκέντρωσης, από την οποία εξαρτάται και η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων της εργαστηριακής ανθρωπολογικής εξέτασης.

Το ιστορικό πρόβλημα του αρχαίου Καιάδα, συνυφασμένο αδιάρρηκτα με το μύθο της αρχαίας Σπάρτης και το οικουμενικό παράδειγμα που άφησε η ιστορική της διαδρομή, ως πολύτιμη κληρονομιά στην ιστορία του ελληνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού, είναι χωρίς αμφιβολία σύνθετο και πολυδιάστατο. Αγγίζοντας όχι μόνο ιστορικά γεγονότα της πολυσήμαντης ελληνικής αρχαιότητας, αλλά και ανθρώπινες ηθικές αξίες ή φιλοσοφικούς προβληματισμούς που συνδέονται με την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και τη θεμελιώδη σχέση του ανθρώπου με τη ζωή και το θάνατο.

Συνεπώς είναι προφανής και δεδομένη η εξαιρετική δυσκολία αντικειμενικής και πολύ περισσότερο ικανοποιητικής, ως προς την πληρότητα της επιστημονικής ανάλυσης του συγκεκριμένου προβλήματος. Πολύ περισσότερο όταν ο ομιλών, καθώς συμβαίνει στην παρούσα περίσταση, διακατέχεται από έντονο υποκειμενισμό σε ό,τι αφορά τα ιστορικά δεδομένα και την ιδιαίτερη σχέση του προς την πάτρια γη.
Αναμφίβολα, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της ιστορικής σημασίας του αρχαίου Καιάδα συνιστούσε ο κατεξοχήν αμυντικός χαρακτήρας της τοπογραφικής του θέσης, στα αμετάθετα όρια της λακωνικής γης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Καθώς και η συνυφασμένη με το χαρακτήρα αυτό, εννοιολογική σημειολογία του, ως φυσικού μνημείου υπομνηστικού της σκληρής τιμωρίας όσων απειλούσαν την ύπαρξη ή το πολίτευμα της αρχαίας Σπάρτης.

Ενώ τα πιο σημαντικά στοιχεία της «παιδευτικής» λειτουργίας του Καιάδα, ήταν η ανυπέρβλητη φυσική ομορφιά του τοπίου που τον περιβάλλει και ο πολυσήμαντος και ανεπίστρεπτος «δρόμος» της αργής και ανηφορικής πορείας από τη Σπάρτη προς τον τόπο της θανατικής εκτέλεσης. Ένας δρόμος επώδυνης ανάκλησης της μνήμης, λυτρωτικής αφαίρεσης και φιλοσοφικής ενατένισης των πεπραγμένων του σύντομου ανθρώπινου βίου.

Μια νοητική περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, αποχαιρετιστήρια, ηρωική και πένθιμη. Όπως το κυνηγητό του άμοιρου Έκτορα από τον αδυσώπητο Αχιλλέα, γύρω από τα τείχη της Τροίας και κάτω από τα εναγώνια βλέμματα των οικείων του. Καταδικασμένου κι αφημένου αβοήθητου απ΄ τους θεούς και τους ανθρώπους.

Σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία της διαμόρφωσης του σπηλαιοβαράθρου του Καιάδα, που αξίζει να επισημανθούν είναι α) η σημερινή εντυπωσιακή του είσοδος, β) η εσοχή Α, διανοιγμένη δίκην καμινάδας στο κατακόρυφο δυτικό τοίχωμα του σπηλαιοβαράθρου, που φαίνεται πως επέτρεπε την αναρρίχηση των καταδικασμένων που ανέλπιστα διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, μετά τη μοιραία πτώση τους στο σπηλαιοβάρθρο, γ) η επιβλητική κατακόρυφη διάνοιξη του «πηγαδιού» στο εσώτερο και πιο σκοτεινό σημείο του σπηλαίου, πλαισιωμένου από το μοιραίο αρμόνιο του θανάτου, δ) η σπηλαιώδης εσοχή Β στο βαθύτερο σημείο της κατακρήμνισης των μελλοθανάτων, ως χώρος καταφυγής των σοβαρά τραυματισμένων, και τέλος ε) η φυσική του καταβόθρα, στα έγκατα του σπηλαιοβαράθρου, ως υπόγεια διαφυγή καρστικών υδάτων, γεωλογικών επιχώσεων και ανθρώπινων οστών.

Καθοριστικός παράγοντας για τη μελέτη των σκελετικών ευρημάτων του Καιάδα ήταν η ανάπτυξη της Φυσικής Ανθρωπολογίας τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, ως συνέπεια της γενικότερης ραγδαίας ανάπτυξης των θετικών επιστημών και της επεξεργασίας προηγμένων μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν την αξιοποίηση της ανθρώπινης βιολογίας ως ιστορικής πηγής και εφαρμοσμένης γνώσης σε μια σειρά επιστημονικών τομέων, όπως η Βιολογία, η Ιατρική, η Ιατροδικαστική και η Αρχαιολογία. Καθώς και της όλο και πιο επιτακτικής ανάγκης διεπιστημονικής συνεργασίας και συλλογικής αντιμετώπισης των σύγχρονων επιστημονικών αναζητήσεων και των διευρυμένων μεθοδολογικών απαιτήσεων της εποχής μας.
Επίσης, η ανάπτυξη της Φυσικής Ανθρωπολογίας ή της Ανθρώπινης Βιολογίας, αποτελεί συνέπεια της διαμόρφωσης συνεχώς νέων αναγκών και της προσπάθειας απάντησης νέων ερωτημάτων, η οποία έχει επακόλουθα οδηγήσει στην αναζήτηση σύνθετων ποσοτικών και ποιοτικών μεθόδων μελέτης και εξειδικευμένων τεχνικών ανάλυσης. Όπως, η ευρεία χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της ηλεκτρονικής τομογραφίας έχει προσφέρει νέες δυνατότητες κατανόησης της ανατομικής και ιστολογικής δομής του ανθρώπινου σκελετού.

Ο ανθρώπινος σκελετός δεν εξυπηρετεί μόνο τη στήριξη των μαλακών μορίων του σώματός μας, όπως συνήθως πιστεύουμε, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό βιολογικό σύστημα ζωντανών οργάνων που συμμετέχουν στις γενικότερες λειτουργικές διαδικασίες του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αναπτύσσεται, ωριμάζει και γερνά μαζί με τον υπόλοιπο οργανισμό, δίνοντάς μας άμεσες ενδείξεις για τη βιολογική ηλικία και το φύλο του ατόμου, στο οποίο ανήκε.

Δέχεται επιδράσεις και διαμορφώνεται ανάλογα με τις λειτουργίες που καλείται να εκπληρώσει, και επομένως η μελέτη του μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής ενός ατόμου, τις συνήθειες του και τη διατροφή του. Τέλος, η φυσική κατάσταση και η διαμόρφωση των οστών επηρεάζονται από παθογόνους παράγοντες και ασθένειες, καθώς και από μηχανικές κακώσεις και τραυματισμούς τους οποίους υφίσταται το άτομο στη διάρκεια της ζωής του, προσφέροντας μας –επιπλέον– σοβαρά στοιχεία για τη βιολογική του συγκρότηση, τις τραυματικές του εμπειρίες και το «ιστορικό» της ζωντανής του ύπαρξης. Σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη, και την αιτία που προκάλεσε το θάνατό του.

Στο παρελθόν, η μελέτη των σκελετικών καταλοίπων προηγουμένων περιόδων στηριζόταν σε επιλεκτικές διαδικασίες που περιόριζαν το υλικό ανάλυσης ουσιαστικά στη μορφολογία των καλύτερα διατηρημένων ή ακόμη περισσότερο των πιο "αντιπροσωπευτικών" κρανίων ενηλίκων ατόμων, αποκλείοντας το μετακρανιακό σκελετό και τα ευρήματα νεαρών ατόμων και παιδιών. Τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στη δημογραφική ανάλυση και μελέτη των φυσιολογικών και των παθολογικών χαρακτήρων σκελετικών πληθυσμών. Δηλαδή, στην αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων κρανιακών και μετακρανιακών ευρημάτων όλων των ηλικιών, καθώς και στο διεξοδικό έλεγχο και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ακρίβειας των μεθόδων παρατήρησης και των τεχνικών ανάλυσης.
Αυτή η επιστημονική ανάπτυξη της Σκελετικής Ανθρωπολογίας και γενικότερα της Φυσικής Ανθρωπολογίας, που συνδέεται με την ουσιαστική κατανόηση των βασικών αρχών της ανθρωπολογικής θεωρίας και την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνικών μεθόδων μακροσκοπικής, μικροσκοπικής και μοριακής ανάλυσης, οδήγησε στην αναγνώριση της ανθρωπολογικής έρευνας ως ιστορικής πηγής και αποτελεσματικής μεθόδου στη διεξοδική μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας.

2) Έχει πιστοποιηθεί επιστημονικά πως όντως πρόκειται για τον Καιάδα που περιγράφεται στις αρχαίες αναφορές; Αν ναι, με ποιο τρόπο;


Σε ό,τι αφορά την πρώτη σημαντική παράμετρο αυτού του ιστορικού προβλήματος, που αφορά στην ταύτιση του αρχαίου Καιάδα με το γνωστό σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης Λακωνίας, ιδιαίτερη σημασία έχει η μαρτυρία του Καθηγητή της Κλασικής Αρχαιολογίας κ. Πέτρου Θέμελη, το Μάιο του 1985, στο περιοδικό «Αρχαιολογία». Συγκεκριμένα, σε άρθρο του σχετικό με το σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης και τα αποτελέσματα επιτόπιας αναγνωριστικής αποστολής, την οποία διοργάνωσε ως Προϊστάμενος της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, είχε επισημάνει:
“Από τις επιτόπιες εκθέσεις βγαίνει το συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με βάραθρο στην περιοχή της αρχαίας Σπάρτης, γεμάτο ανθρώπινο σκελετικό υλικό, γεγονός που συμφωνεί απόλυτα με τις αρχαίες μαρτυρίες και τη λαϊκή παράδοση για τη μορφή και τον προορισμό του Καιάδα. Όλα τα στοιχεία, γεωλογικά και ανθρωπολογικά, πείθουν ότι το βάραθρο της Τρύπης είναι ο Καιάδας της αρχαιότητας, που χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες κυρίως κατά τη διάρκεια των μεσσηνιακών πολέμων (8ος-5ος π.Χ. αι.), για τον “καταποντισμό” των μισητών εχθρών τους ή και άλλων κοινών καταδίκων. Λείπουν προς το παρόν αρχαιολογικά τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγηση του πλούσιου και εντυπωσιακού στρώματος οστεολογικού υλικού.”

Επί πλέον, επισημαίνεται η παλαιότερη αναφορά σε σχόλιο της αγγλικής μετάφρασης του ταξιδιωτικού χρονικού του Παυσανία στη Μεγάλη Βρετανία, από τις εκδόσεις Penguin το έτος 1971. Σε αυτό αναφερόταν η άποψη, πως ο αρχαίος Καιάδας συνδεόταν με τη θανάτωση ατόμων που είχαν διαπράξει σοβαρά εγκλήματα και ήταν αρκετά βαθύς έτσι ώστε ένα νεκρό σώμα μπορούσε να παραμείνει στο εσωτερικό του και να αποσυντεθεί αδιατάρακτο. Καθώς και το ενδεχόμενο της ταύτισης του αρχαίου Καιάδα με το προφανώς γνωστό στους άγγλους ιστορικούς σπήλαιο της Τρύπης.

Ακόμη, παρατίθεται η παλαιότερη αναφορά του γερμανικού ταξιδιωτικού οδηγού της Λειψίας, του έτους 1908. Σύμφωνα με αυτή, χρειαζόταν πεζοπορία μιάμισης ώρας για να φτάσει κάποιος από το Μυστρά στο κατάφυτο χωριό της Τρύπης. Κοντά στο οποίο βρισκόταν μεγάλο σπήλαιο που ταυτιζόταν με τον αρχαίο Καιάδα και στο εσωτερικό του οποίου οι Σπαρτιάτες έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο εγκληματίες.
Τέλος, ιδιαίτερη αξία έχει ο εντοπισμός από τον Π. Θέμελη μιας σημαντικής ιστορικής μαρτυρίας που οφείλεται στον Γάλλο O. Rayet, ο οποίος είχε επισκεφθεί το σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης το έτος 1879 και δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του το 1882, σε σύγγραμμα του συμπατριώτή του A. Couat . Σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή του Rayet, το βάραθρο της Τρύπης αποτελούσε μια τεράστια ρωγμή, κατακόρυφα διανοιγμένη στο ασβεστολιθικό πέτρωμα του λόφου του Καιάδα. Το άνοιγμα της εισόδου του, την εποχή εκείνη, βρισκόταν περίπου 15 μέτρα ψηλότερα από τη βάση του λόφου και ήταν κλεισμένο από μεγάλους βράχους που εμπόδιζαν το φυσικό φως να μπαίνει στο εσωτερικό του. Το βαθύτερο σημείο στο εσωτερικό του σπηλαιοβαράθρου βρισκόταν περίπου 40 μέτρα χαμηλότερα από την κορυφή του λόφου, όπου πρέπει να βρισκόταν και η αρχική είσοδος του σπηλαίου.

Στο δάπεδο του σπηλαιοβαράθρου είχε διαπιστωθεί μεγάλη μάζα ανθρώπινων οστών, ανακατεμένων με χώμα και κομμάτια βράχων πεσμένα από ψηλότερα. Πόσοι σκελετοί υπήρχαν εκεί μέσα ήταν αδύνατο να εκτιμήσει κανείς. Υπήρχαν πάντως πάρα πολλοί, γιατί οι τρύπες που είχαν ανοίξει οι κάτοικοι της Τρύπης έδειχναν ότι το στρώμα των οστών είχε μεγάλο πάχος. Όλα τα κρανία που μπόρεσαν να συγκεντρωθούν ανήκαν, κατά τον O. Rayet, σε δυνατούς άνδρες που βρίσκονταν στην ακμή της ηλικίας τους. Ακόμη διαπιστώθηκε η παρουσία ανθρώπινων οστών σε όλες τις προεξοχές των τοιχωμάτων του σπηλαίου, από πάνω έως κάτω. Ήταν προφανές πως οι άνδρες στους οποίους ανήκαν αυτά τα οστά, είχαν ριχτεί στο εσωτερικό του σπηλαιοβαράθρου από το άνω, αρχικό άνοιγμά του. Με συνέπεια κάποιοι από αυτούς να αγκιστρώθηκαν σε προεξοχές βράχων και να έμειναν εκεί, ενώ κάποιοι άλλοι έπεσαν, ενδεχομένως τραυματισμένοι κι ανήμποροι, στο βαθύτερο σημείο του.

Η προφανής σύμπτωση των διεξοδικών παρατηρήσεων του O. Rayet και των προκαταρκτικών πορισμάτων της ελληνικής αποστολής του 1983, αποτέλεσε καθοριστική παράμετρο ταύτισης του σπηλαιοβάραθρου της Τρύπης με τον αρχαίο Καιάδα .

3) Ποιο το ιστορικό των ερευνών στο συγκεκριμένο βάραθρο πάνω από το χωριό Τρύπη;

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια αυτοψία στο γνωστό σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης, με εντολή του τότε Προϊσταμένου της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού κ. Πέτρου Θέμελη, και ένα δημοσίευμα σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας ανέσυραν από τα βάθη του χρόνου και την αχλή της Ιστορίας, ολοζώντανο το μύθο του αρχαίου Καιάδα προκαλώντας το ζωηρό ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας και του ευρύτερου κοινού.

Στην επιτόπια αυτοψία του σπηλαιοβαράθρου, το Μάρτιο 1983, συμμετείχαν ο Β. Καμπούρογλου, γεωλόγος της Εφορείας Σπηλαιολογίας-Παλαιοανθρωπολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, ο έμπειρος σπηλαιολόγος και αείμνηστος φίλος Ι. Ιωάννου και ο Θ. ομιλών, ως ανθρωπολόγος και Επιμελητής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Ενώ οι πρώτες εντυπώσεις από την επίσκεψη στο χώρο του Καιάδα είχαν δημοσιοποιηθεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «ΕΝΑ», του οποίου εκδότης υπήρξε ο εξαίρετος άνθρωπος και αδικοχαμένος πολιτικός, Π. Μπακογιάννης.

Τα τελευταία χρόνια οι έρευνες στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα συνεχίστηκαν από το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας & Σπηλαιολογίας, και την Ε΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Σπάρτης. Το ανά χείρας πόνημα αποτελεί καρπό όλων των ερευνητικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα για την επιτόπια μελέτη των συνθηκών του Σπηλαιοβαράθρου του Καιάδα, την εργαστηριακή εξέταση των ανθρωπολογικών ευρημάτων του, καθώς και τη διερεύνηση των ιστορικών δεδομένων του που συνδέονται άρρηκτα με το μύθο και την ιστορική πραγματικότητα της αρχαίας Σπάρτης. Επίσης, η παρούσα εργασία αποτελεί απόσταγμα των συναφών εργασιών που παρουσιάστηκαν από το συγγραφέα και τους συνεργάτες του σε επιστημονικές διοργανώσεις και επιστημονικά περιοδικά της χώρας μας και του εξωτερικού.

Σε όλη αυτή την ερευνητική προσπάθεια, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτελούσε η επίγνωση των δυσχερειών που συνεπάγεται η αντικειμενική ιστορική ανάλυση και πολύ περισσότερο η ουσιαστική προσέγγιση θεμάτων ιδιαίτερα φορτισμένων συναισθηματικά και ιδεολογικά, όπως ο Καιάδας, όχι μόνο στην αρχαιότητα αλλά και στη σημερινή ιστορική συνείδηση ή ακόμη και την πρακτική αντιμετώπιση της ρέουσας πραγματικότητας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαχρονικής επικαιροποίησης του ιστορικού μύθου συνιστά η συγκλονιστική αναφορά της συνταξιούχου δασκάλας της Τρύπης, σχετικά με την οδυνηρή αντιπαράθεση της νιότης της, ανάμεσα στην καθιερωμένη ερμηνευτική προσέγγιση του Καιάδα και την αγάπη της για τους μικρούς μαθητές της:
«Κάποτε βρέθηκα και στον γνωστό μας Καιάδα. Την κατεύθυνσή του έδειχνε, επί του Εθνικού Δρόμου Σπάρτης–Καλαμάτας, μια πινακίδα που έγραφε: «ΠΡΟΣ ΚΑΙΑΔΑ, ΕΝΘΑ ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, Ο ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ, ΕΡΡΙΠΤΕ ΑΝΑΠΗΡΑ ΚΑΙ ΔΥΣΜΟΡΦΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΧΑΡΙΝ ΕΥΓΟΝΙΑΣ». Αυτή η εντύπωση επικρατούσε, αυτά είχαμε μάθει όλοι στο σχολείο μας από τα μαθητικά μας χρόνια. Αυτό έφερνε σε δύσκολη θέση και εμάς τους δασκάλους, όταν διδάσκαμε την ιστορία της Σπάρτης και την εκπαίδευση των νέων της. Ανέβηκα τα εκατόν είκοσι σκαλοπάτια και βρέθηκα μπροστά στο σκοτεινό βάραθρο. Πλησίασα και ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου. Μέσα από την μεγάλη ρωγμή, έβγαινε κρύος αέρας. Αυτό το άγριο βάραθρο, άνδρωσε την κοινωνία της Σπάρτης, την έκανε δυνατή, ανίκητη, τρομερή στους εχθρούς της;;»

Ελπίζουμε πως οι ερευνητικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί μέχρι σήμερα και πολύ περισσότερο η αναγκαία συνέχιση και διεύρυνσή τους, θα συμβάλουν στην οριστική διευθέτηση των αντιφάσεων που περιβάλλουν το μύθο του αρχαίου Καιάδα και στην ανάδειξη της ιστορικής του σημασίας.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται προς τον Νομάρχη Λακωνίας κ. Κ. Φούρκα, το Δήμαρχο Σπάρτης κ. Σ. Αντωνάκο, τον Πρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Σπάρτης κ. Γ. Παλούμπα, τους Δημάρχους Μυστρά κ.κ. Οδ. Κατσουγκράκη, Δ. Αποστολάκο και τον αείμνηστο N. Βαχαβιώλο, για την αμέριστη και πολύπλευρη συμπαράστασή τους σε αυτή την επιστημονική προσπάθεια. Ιδιαίτερα εκφράζεται η ευγνωμοσύνη μας προς τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιο για την κοινοποίηση και υποστήριξη της έρευνας του Καιάδα, μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της Μητρόπολης Σπάρτης, στους βουλευτές της Λακωνίας, κ.κ. Ι. Βαρβιτσιώτη, Π. Σκανδαλάκη, Θ. Δαβάκη και Λ. Γρηγοράκο, καθώς και στους ντόπιους ερευνητές και τους πολίτες της Σπάρτης και του Μυστρά.

Επίσης, θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Πρόεδρο του Συνδέσμου των εν Αττική Λακεδαιμονίων και εξαίρετο συνεργάτη, κ. Κ. Μπεκιάρη, στον ακάματο Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Τρύπης κ. Κ. Καραγιαννάκο, στον αείμνηστο και προσφιλή συμπατριώτη από τις Καρυές Λακωνίας κ. Β. Πρεκεζέ, καθώς και στην αγαπητή σύζυγό του και επάξιο συνεχιστή του έργου του Κα Α. Πρεκεζέ, Πρόεδρο του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρυών.

Εν κατακλείδι, οφείλω να επαναλάβω πως η τιμή για τη μεθόδευση και τη συνεπή προώθηση της συστηματικής διερεύνησης και μελέτης του αρχαίου Καιάδα, ανήκουν στον διακεκριμένο καθηγητή της Κλασικής Αρχαιολογίας και αγαπητό συνεργάτη, κ. Π. Θέμελη. Παρεμπιπτόντως, στον ίδιο ανήκει και η διορατική πρωτοβουλία υποστήριξης των παλαιοανθρωπολογικών ερευνών στο Απήδημα Λακωνίας, τη δεκαετία του 1980, που έφεραν στο φως ανθρώπινες απολιθωμένες μορφές, σημαντικές για την εξέλιξη του ανθρώπου στο γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης.

4) Ποια στοιχεία έφερε η έρευνα στο φως; Ανατρέπουν απόψεις που είχαν ως τώρα ριζωθεί βαθιά στις συνειδήσεις μας;

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Λακεδαιμόνιοι έριχναν στον Καιάδα τους καταδικασμένους σε θάνατο κακούργους, τους αιχμαλώτους πολέμου και τα ασθενικά βρέφη. Η μέχρι σήμερα ερευνητική προσπάθεια στο γνωστό ως Καιάδας, σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει την παρουσία οστών βρεφών ή μικρών παιδιών, ενώ έχει εντοπίσει στο εσωτερικό του μεγάλο αριθμό σκελετικών ευρημάτων, τα οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο σε άνδρες βιολογικής ηλικίας 18-35 ετών.
Έτσι, σύμφωνα με τον καθηγητή Αρχαιολογίας κ. Π. Θέμελη, το σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης πρέπει να χρησιμοποιήθηκε από τους Σπαρτιάτες, κυρίως, στη διάρκεια των μεσσηνιακών πολέμων (8ος-5ος αι. π.Χ.) για τον "καταποντισμό" των εχθρών τους ή και κοινών καταδίκων.

5) Πόσα διαφορετικών ειδών επιστημονικά κλιμάκια συμμετείχαν στις έρευνες; Γιατί κάτι τέτοιο ήταν αναγκαίο;


Η ανάπτυξη της Φυσικής Ανθρωπολογίας αποτελεί συνέπεια της ραγδαίας ανάπτυξης των θετικών επιστημών και της επεξεργασίας προηγμένων μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν την αξιοποίηση της ανθρώπινης βιολογίας ως ιστορικής πηγής και εφαρμοσμένης γνώσης σε μια σειρά επιστημονικών τομέων, όπως η Βιολογία, η Ιατρική, η Ιατροδικαστική και η Αρχαιολογία. Καθώς και της όλο και πιο επιτακτικής ανάγκης διεπιστημονικής συνεργασίας και συλλογικής αντιμετώπισης των σύγχρονων επιστημονικών αναζητήσεων και των διευρυμένων μεθοδολογικών απαιτήσεων της εποχής μας.

Το γνωστικό αντικείμενο της Φυσικής Ανθρωπολογίας μελετά τις βιολογικές διεργασίες διαφοροποίησης και ανέλιξης των ανθρώπινων πληθυσμών μέσα στο χρόνο και το χώρο, καλύπτοντας συνολικά τα τελευταία 2,5 εκατομμύρια χρόνια. Αυτό το ενιαίο χρονικά και χωροταξικά γνωστικό αντικείμενο διακρίνεται σε τρία επί μέρους γνωστικά ή ερευνητικά πεδία, σύμφωνα με το ιδιαίτερο περιεχόμενό του και την εν μέρει εξειδικευμένη μεθοδολογική του ανάλυση:
α)Την Παλαιοανθρωπολογία που μελετά τη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου, χάρη στα κατάλοιπα ανθρώπινων απολιθωμάτων που σώζονται στα νεώτερα γεωλογικά στρώματα του πλανήτη μας.
β)Την Πληθυσμιακή Ανθρωπολογία, που βρίσκεται στον αντίποδα της Παλαιοανθρωπολογίας εξετάζοντας τη γεωγραφική ποικιλότητα των ζωντανών πληθυσμών και τις προσαρμοστικές τους βιολογικές διεργασίες, στις διαφορετικές οικολογικές συνθήκες της γης, και
γ)Την Προϊστορική & Ιστορική Ανθρωπολογία που παρεμβάλλεται χρονικά ανάμεσα στις δύο προηγούμενες και μελετά τη βιολογική ποικιλότητα και την ιστορική εξέλιξη ανθρώπινων σκελετικών πληθυσμών, που ανήκουν σε κατεξοχήν σημαντικές προϊστορικές και ιστορικές περιόδους του ανθρώπου.

Ο ανθρώπινος σκελετός δεν εξυπηρετεί μόνο τη στήριξη των μαλακών μορίων του σώματός μας, όπως συνήθως πιστεύουμε, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό βιολογικό σύστημα ζωντανών οργάνων που συμμετέχουν στις γενικότερες λειτουργικές διαδικασίες του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αναπτύσσεται, ωριμάζει και γερνά μαζί με τον υπόλοιπο οργανισμό, δίνοντάς μας άμεσες ενδείξεις για τη βιολογική ηλικία και το φύλο του ατόμου, στο οποίο ανήκε.

Δέχεται επιδράσεις και διαμορφώνεται ανάλογα με τις λειτουργίες που καλείται να εκπληρώσει, και επομένως η μελέτη του μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής ενός ατόμου, τις συνήθειες του και τη διατροφή του. Τέλος, η φυσική κατάσταση και η διαμόρφωση των οστών επηρεάζονται από παθογόνους παράγοντες και ασθένειες, καθώς και από μηχανικές κακώσεις και τραυματισμούς τους οποίους υφίσταται το άτομο στη διάρκεια της ζωής του, προσφέροντας μας –επιπλέον– σοβαρά στοιχεία για τη βιολογική του συγκρότηση, τις τραυματικές του εμπειρίες και το «ιστορικό» της ζωντανής του ύπαρξης. Σε αρκετές περιπτώσεις, ακόμη, και την αιτία που προκάλεσε το θάνατό του.

Στο παρελθόν, η μελέτη των σκελετικών καταλοίπων προηγουμένων περιόδων στηριζόταν σε επιλεκτικές διαδικασίες που περιόριζαν το υλικό ανάλυσης ουσιαστικά στη μορφολογία των καλύτερα διατηρημένων ή ακόμη περισσότερο των πιο "αντιπροσωπευτικών" κρανίων ενηλίκων ατόμων, αποκλείοντας το μετακρανιακό σκελετό και τα ευρήματα νεαρών ατόμων και παιδιών. Τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί στη δημογραφική ανάλυση και μελέτη των φυσιολογικών και των παθολογικών χαρακτήρων σκελετικών πληθυσμών. Δηλαδή, στην αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων κρανιακών και μετακρανιακών ευρημάτων όλων των ηλικιών, καθώς και στο διεξοδικό έλεγχο και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ακρίβειας των μεθόδων παρατήρησης και των τεχνικών ανάλυσης.
Αυτή η επιστημονική ανάπτυξη της Σκελετικής Ανθρωπολογίας και γενικότερα της Φυσικής Ανθρωπολογίας, που συνδέεται με την ουσιαστική κατανόηση των βασικών αρχών της ανθρωπολογικής θεωρίας και την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνικών μεθόδων μακροσκοπικής, μικροσκοπικής και μοριακής ανάλυσης, οδήγησε στην αναγνώριση της ανθρωπολογικής έρευνας ως ιστορικής πηγής και αποτελεσματικής μεθόδου στη διεξοδική μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας.

Εκτός από τη συμμετοχή εξαρχής στην ερευνητική ομάδα του Καιάδα, Παλαιοανθρωπολόγων, παλαιοπαθολόγων και αρχαιολόγων, σημαντικός υπήρξε και ο ρόλος ραδιοχρονολόγων του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος για τη χρονολόγηση των ανθρώπινων σκελετικών ευρημάτων. Συγκεκριμένα, η παρουσία του ραδιενεργού 14C στα οστά του ανθρώπινου σκελετού, καθώς και η γνώση του χρόνου υποδιπλασιασμού του, επιτρέπουν με εξαιρετική ακρίβεια τον προσδιορισμό της απόλυτης χρονολόγησης ενός σκελετού προϊστορικής ή ιστορικής περιόδου. Στην περίπτωση των ευρημάτων του Καιάδα, έγινε δυνατή η χρονολόγηση δύο οστικών δειγμάτων που προέρχονταν από την εσοχή Β (DEM-1483) και το χώρο της καταβόθρας (DEM-1484), στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ερευνητικού κέντρου «Δημόκριτος».
Τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης έδειξαν ότι και τα δύο δείγματα εμπίπτουν στην περίοδο 750-540 π.Χ., επιβεβαιώνοντας την ταύτιση των επιφανειακών σκελετικών ευρημάτων του Καιάδα με σημαντικά γεγονότα της αρχαίας Σπάρτης και ιδιαίτερα με τους Μεσσηνιακούς πολέμους .

6) Ποια η αντίδραση της διεθνούς και εγχώριας ακαδημαϊκής κοινότητας μετά την ανακοίνωση των πορισμάτων σας;


Την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τις πρώτες επιτόπιες παρατηρήσεις, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και τη συνακόλουθη περισυλλογή των ιστορικών δεδομένων για τον αρχαίο Καιάδα, ανέλαβε ο Π. Θέμελης με δημοσιεύσεις του στα περιοδικά «Αρχαιολογία» (1985, τ. 15, σ. 55-60) και «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών» (1984, ΧΩ, 2, σ. 187-194). Ο ίδιος υποστήριξε την ταύτιση του σπηλαιοβάραθρου της Τρύπης με τον αρχαίο Καιάδα, βάσει των περιγραφών του αρχαίου περιηγητή Παυσανία, του Πλούταρχου κ.α., καθώς και του σύγχρονου γάλλου περιηγητή O. Rayet, ο οποίος το επισκέφτηκε το 1879.

Την ταύτιση του Rayet είχαν αποδεχτεί οι H. Hitzig και H. Bluemner (Pausaniae Graeciae Descriptio, Leipzig 1901, 141-2) και την υιοθέτησε ο γνωστός αμερικανός ιστορικός Κendrick Pritchett το 1985 (Studies in Ancient Greek Topography, Berkeley 1985, 58-60), χωρίς μάλιστα να γνωρίζει την ελληνική έρευνα του 1983. Ενώ, σύμφωνα με τον Π. Θέμελη, από το 1983 και μετά, όλες οι προηγούμενες απόπειρες εντοπισμού του Καιάδα στο Μυστρά ή το Παρόρι μπήκαν στο περιθώριο (Boblaye, Recherches 84. Curtis II 205, 252. Vischer 387. Frazer III 362, 416/7. RE X (1919) 1496 s.v. (v. Geissau).

Οι ερευνητικές προσπάθειες που ακολούθησαν στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα, τα τελευταία χρόνια, χάρη στο σταθερό ενδιαφέρον για την ιστορική σημασία του χώρου, παρουσιάσθηκαν από τον υπογράφοντα σε μια σειρά διαλέξεων που φιλοξενήθηκαν από πολιτιστικούς, επιστημονικούς και πανεπιστημιακούς φορείς, στην Αθήνα και τη Λακωνία. Για την πληρέστερη ενημέρωση της ακαδημαϊκής κοινότητας, τα πορίσματα των σχετικών ερευνών παρουσιάστηκαν καταρχήν σε δύο Διεθνή Συνέδρια της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα (20-22.11. 2003 και 5-10.6.2006). Ενώ, το 2004, η έρευνα του Καιάδα παρουσιάστηκε στο Β’ Τοπικό Συνέδριο της Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών που πραγματοποιήθηκε στο Ξηροκάμπι Λακωνίας τον Οκτώβριο 2004.

Το Μάιο 2005 διοργανώθηκε από το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Σύνδεσμο των εν Αττική Λακεδαιμονίων, Επιστημονικό Συμπόσιο με αποκλειστικό θέμα το ερευνητικό και εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Καιάδα. Στις εργασίες του τριήμερου συμποσίου που πραγματοποιήθηκαν στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Σπάρτης και στην Αίθουσα του Πολιτιστικού Συλλόγου Τρύπης (20-22.5.2005), συμμετείχε πλειάδα διακεκριμένων ελλήνων και αλλοδαπών ερευνητών, διαφορετικών ειδικοτήτων. Ενώ, νεότερα στοιχεία της συνεχιζόμενης έρευνας παρουσιάσθηκαν σε Ημερίδα Προϊστορικής και Ιστορικής Ανθρωπολογίας που διοργανώθηκε το Νοέμβριο 2005 από την Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2005 του γερμανικού ανθρωπολογικού περιοδικού «Anthropologischer Anzeiger» μια εκτενής αναφορά, σχετική με τις εργασίες του Συμποσίου της Σπάρτης, από τον καθηγητή της Ανθρωπολογίας κ. Winfried Henke, ο οποίος είχε συμμετάσχει προσωπικά στη διοργάνωσή του. Ενώ στο τεύχος Μαρτίου 2006 του ίδιου γερμανικού περιοδικού δημοσιεύτηκε ανάλογη αναφορά του υπογράφοντα και του Αθ. Κωνσταντίνου, σχετικά με τις εργασίες της Ημερίδας Προϊστορικής και Ιστορικής Ανθρωπολογίας του Νοεμβρίου 2005, που περιελάμβανε και ομιλία για την έρευνα του Καιάδα.

Το Μάιο 2006 παρουσιάσθηκε επιστημονική ανακοίνωση, σχετική με τα ευρήματα του Καιάδα, σε Διεθνές Συνέδριο Αρχαιομετρίας, που διεξήχθη στο Quebec του Καναδά. Επίσης, ανάλογη επιστημονική ανακοίνωση στάλθηκε στο 15ο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο 2006, στη Βουδαπέστη.

Το Δεκέμβριο 2007 παρουσιάστηκε συνοπτικά το μέχρι τότε επιστημονικό έργο για τη μελέτη του σπηλαιοβαράθρου της Τρύπης, σε συνέδριο που διοργανώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, με αντικείμενο το αρχαιολογικό έργο των συνεργαζόμενων με το ΥΠΠΟ πανεπιστημιακών φορέων της χώρας μας. Το ενδιαφέρον της διοργάνωσης βρισκόταν στο ότι, συμμετείχαν σε αυτήν ερευνητές από όλα τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας μας, με αναμενόμενο υψηλό επιστημονικό επίπεδο και εξειδίκευση σε θέματα της ελληνικής ιστοριογραφίας. Γεγονός που βοήθησε στην καλύτερη δυνατή κοινοποίηση του ιστορικού προβλήματος του αρχαίου Καιάδα και στην ευρύτερη δημοσιοποίηση των πορισμάτων της σχετικής έρευνας, από ευαισθητοποιημένους στο συγκεκριμένο θέμα έλληνες και ξένους δημοσιογράφους.
Τέλος, τον Απρίλιο 2008, παρουσιάστηκαν σε ειδική εκδήλωση στο αμφιθέατρο Ι. Δρακόπουλου του Πανεπιστημίου Αθηνών, τα βασικά πορίσματα του ερευνητικού και εκπαιδευτικού προγράμματος στο σπηλαιοβάραθρο του αρχαίου Καιάδα, καθώς και τα πρακτικά του αφιερωμένου στον Καιάδα Επιστημονικού Συμποσίου, οι εργασίες του οποίου είχαν πραγματοποιηθεί το Μάιο 2005, στη Σπάρτη και την Τρύπη.

7) Πως διαμορφώθηκαν ιστορικά οι μύθοι για τη ρίψη βρεφών στον Καιάδα και ποιοι είναι υπαίτιοι για την καθιέρωση και εδραίωσή τους;

Εν αρχή ην ο Πλάτων, ο οποίος στην «Πολιτεία» του πρότεινε τη θανάτωση των ασθενικών βρεφών σε βάραθρο της κλασικής Αθήνας, αλλά ανεξήγητα το εφιαλτικό όνειρο του Πλάτωνα χρεώθηκε η Σπάρτη. Στην αρχαιότητα οι αναφορές για τη θανάτωση βρεφών στον Καιάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένες και χαρακτηρίζονται από ασάφεια και απροσδιοριστία, ενώ στη σύγχρονη εποχή αποκτούν μεγαλύτερη αποδοχή και διάδοση και μάλιστα σε συγγράμματα της στοιχειώδους εκπαίδευσης, παρά την παντελή έλλειψη τεκμηρίωσης και υποστήριξης της αινιγματικής μυθοπλασίας. Αντίθετα, στη διεθνή ιστοριογραφία οι σχετικές αναφορές αμφισβητούνται ή αγνοούνται παντελώς.

8) Πόσο δύσκολο είναι να ανατραπεί η παραπάνω άποψη (σ.σ της ρίψης βρεφών στο βάραθρο από τους Σπαρτιάτες) στις συνειδήσεις του κόσμου παγκοσμίως; Τι κινήσεις πιστεύετε πως απαιτούνται;

Σε κάθε περίπτωση δεν διαπιστώθηκε η παρουσία σκελετικών ευρημάτων νεογέννητων ατόμων ή βρεφών, τα οποία αποτελούν το πιο αμφιλεγόμενο και αμφισβητούμενο στοιχείο της σχετικής ιστοριογραφίας που συνδέεται με το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα και την αρχαία Σπάρτη. Επίσης, δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί μέχρι σήμερα, η παρουσία σκελετικών ευρημάτων μικρών παιδιών, βιολογικής ηλικίας 1-4 ετών ή μεγαλύτερων παιδιών ηλικίας 5-10 ετών, στο χώρο του σπηλαιοβαράθρου.

Όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, τα περισσότερα από τα ανθρώπινα σκελετικά ευρήματα, που βρέθηκαν στο χώρο του σπηλαιοβαράθρου, ανήκουν σε άνδρες βιολογικής ηλικίας, μεταξύ 18 και 35 ετών. Μόνο δύο κρανία ενηλίκων ανδρών εμφανίζουν ενδείξεις πιθανής βιολογικής ηλικίας μεγαλύτερης των πενήντα ετών, ενώ βρέθηκαν λίγα σκελετικά ευρήματα δύο εφήβων, πιθανής ηλικίας 14-17 ετών, καθώς και τμήματα μετωπιαίου οστού και άνω γνάθου που πρέπει να ανήκουν σε ένα ακόμη νεαρό άτομο ηλικίας, περίπου, δώδεκα ετών. Αλλά και αυτή ακόμη η περίπτωση του νεαρότερου ατόμου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τεκμήριο θανάτωσης βρεφών στον Καιάδα. Αντίθετα είναι γνωστή, ακόμη και από τη σύγχρονη ιστορική περίοδο, η συχνή εμπλοκή μεγαλύτερων παιδιών και εφήβων σε βίαιες αντιπαραθέσεις και πολεμικές συρράξεις.

Συνεπώς, η ούτως ή άλλως αμφισβητήσιμη αναφορά στη σκόπιμη θανάτωση βρεφών στον Καιάδα, για λόγους ευγονικής, φαίνεται να κλονίζεται σοβαρά. Δεδομένου ότι, παραμένει εν πολλοίς άγνωστο, μέχρι σήμερα, το γενετικό υπόβαθρο των περισσότερων ασθενειών ή σωματικών δυσπλασιών του ανθρώπου, η εφαρμογή ευγονικών μέτρων ακόμη και στη νεώτερη ιστορική περίοδο από το ναζιστικό καθεστώς, αναγνωρίσθηκε ως περιττή και αναίτια βαρβαρότητα κατά της ανθρωπότητας. Πολύ περισσότερο θα συνιστούσε ανυπόστατη και παράλογη πρακτική, πριν από 2,5 χιλιάδες χρόνια, η υποθετική αξιολόγηση και αυθαίρετη χρήση ευγονικών μέτρων, που θα ήταν ευθέως αντίθετα προς την ανθρώπινη ευαισθησία και την έμφυτη αυτοθυσία των γονιών για τη φροντίδα και την προστασία της ζωής των απογόνων τους.

Εκτός και αν, οι εξίσου αόριστες αναφορές για την εγκατάλειψη νεογνών στους “αποθέτες” του Ταΰγετου, που συνδέονται συχνά με τον αρχαίο Καιάδα, συγχέονταν σκόπιμα με τη γνωστή, σε όλη την αρχαιότητα, πρακτική της βρεφοκτονίας . Η οποία αποτελούσε έσχατο και επώδυνο μέσο οικογενειακού προγραμματισμού σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, από την απώτερη προϊστορία μέχρι τη σύγχρονη ιατρική επανάσταση και την εφαρμογή προηγμένων μεθόδων αντισύλληψης και αποφυγής ανεπιθύμητων κυήσεων.

Όμως, ακόμη και η συνθήκη της ψυχικά επώδυνης βρεφοκτονίας, βρίσκεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την αποτρόπαιη και αήθη παραβίαση της έμφυτης ανθρώπινης αίσθησης του φυσικού και νομικού δικαίου, που συνεπάγεται οποιαδήποτε αντίληψη εγκατάλειψης ανυπεράσπιστων και εν ζωή νεογνών, στις διαθέσεις επιθετικών καιρικών συνθηκών και άγριων ζώων. Συνεπώς, η άποψη αυτή φαίνεται να αποτελεί πάρεργο της ίδιας δυσφημιστικής παρερμηνείας του Καιάδα και της εγχώριας ιστορικής υποβάθμισης της αρχαίας Σπάρτης.

Οπωσδήποτε η ανατροπή της παρούσας κατάστασης μπορεί να επιτευχθεί, κυρίως, μέσω του αρμόδιου Υπουργείου Παιδείας της χώρας μας με την αφαίρεση των σχετικών, περιέργως αβάσιμων και αφηρημένων αλλά ανεξήγητα επίμονων αναφορών, στη θανάτωση νηπίων στην αρχαία Σπάρτη, και αντ’ αυτού, τη διάχυση των σύγχρονων επιστημονικών πορισμάτων για τον αρχαίο Καιάδα, στα σχολικά, ιστορικά συγγράμματα όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.


9)Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες στο βάραθρο; Υπάρχει το αναμενόμενο ενδιαφέρον από την ελληνική πολιτεία για την ανάδειξη του φυσικού αυτού μνημείου;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των πρόσφατων αλλά και των παλαιότερων εργασιών που είχαν πραγματοποιηθεί στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα, τη δεκαετία 1980, έγινε δυνατή η καταγραφή και αποτύπωση των συνθηκών του σπηλαιοβαράθρου, της διασποράς και της κατάσταση διατήρησης των παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων στο χώρο του, καθώς και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει υλικού, πριν από τις προφανείς παλαιότερες τοπογραφικές μεταβολές του χώρου καθώς και τις νεότερες επεμβάσεις στο εσωτερικό του, τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Τα βασικά συμπεράσματα αυτής της προκαταρκτικής φάσης μελέτης των συνθηκών του σπηλαιοβαράθρου και των επιφανειακών σκελετικών ευρημάτων που συγκεντρώθηκαν ήταν:
• Ο εντοπισμός διάσπαρτων ανθρώπινων οστών, πρακτικά, σε όλη την έκταση του σπηλαιοβαράθρου, κατά κανόνα δευτερογενών επιφανειακών συγκεντρώσεών τους και σε λίγες περιπτώσεις αρχικής, in situ, αποκάλυψης παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων, τα οποία υποδεικνύουν διαφορετικές φάσεις και περιόδους εναπόθεσής τους ή μεταβολής των αρχικών συνθηκών εναπόθεσης των ανθρώπινων σκελετικών ευρημάτων του σπηλαιοβαράθρου.
• Η αδυναμία εντοπισμού οστών βρεφών ή μικρών παιδιών κατά την επιτόπια επιφανειακή έρευνα και την εργαστηριακή αναγνώριση του συνολικού δείγματος ανθρώπινων οστών που συγκεντρώθηκαν από το σπηλαιοβάραθρο.
• Η επιβεβαίωση της παρουσίας σκελετικών ευρημάτων ενηλίκων ατόμων, τα οποία προφανώς είχαν επιβιώσει της πτώσης στο εσωτερικό του σπηλαιοβαράθρου και βρίσκονται σε εσοχές των κατακόρυφων τοιχωμάτων του, έως 20 μέτρα ψηλότερα από το σημερινό του δάπεδο.
• Η περιορισμένη και κατά πάσα πιθανότητα πρόσφατη παρουσία οστών ζώων στο σπηλαιοβάραθρο, σε αντίθεση με το μεγάλο πλήθος επιφανειακών και επιχωμένων ανθρώπινων οστών.
• Με βάση το συνολικό επιφανειακό ανθρώπινο σκελετικό υλικό, που έχει συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα από το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα, έχει βεβαιωθεί η παρουσία ενός ελάχιστου αριθμού σαράντα έξι ατόμων. Γεγονός που έμμεσα παραπέμπει στην ιστορική αναφορά της σύλληψης και εκτέλεσης του Αριστομένη και των συντρόφων του, στο σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα. Επίσης, έχει βεβαιωθεί η αναγνώριση σε αυτό το υλικό η παρουσία, κυρίως, ανδρών βιολογικής ηλικίας 18 έως 35 ετών, περιορισμένου αριθμού ατόμων ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών, καθώς και δύο ή τριών ατόμων εφηβικής ηλικίας, μεταξύ 12 και 17 ετών.η περαιτέρω ερευνητική προσπάθεια. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην αναγνώριση των αρχικών συνθηκών εναπόθεσης του ανθρώπινου σκελετικού

Επίσης, έγινε δυνατή η λεπτομερέστερη σχεδίαση και τοπογραφική αποτύπωση του σπηλαιοβαράθρου του Καιάδα, καθώς και η επιτόπια αυτοψία του χώρου από ειδικό αρχιτέκτονα, με στόχο την προκαταρκτική διερεύνηση των βασικών προϋποθέσεων εκπόνησης τεχνικής μελέτης για τη μελλοντική διαμόρφωση και ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του σπηλαιοβαράθρου και του περιβάλλοντος χώρου .

Παράλληλα, η όλη δραστηριοποίηση και κοινοποίηση των επιστημονικών πορισμάτων για το σπηλαιοβάραθρο του Καιάδα είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση των σχετικών ερευνών, καθώς και της ευρύτερης σημασίας των παλαιοανθρωπολογικών ευρημάτων της Λακωνίας από δημόσιους και τοπικούς φορείς, όπως το Υπουργείο Πολιτισμού, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.

10) Χωρίς αμφιβολία η φήμη των αρχαίων Σπαρτιατών στιγματίστηκε από το μύθο της ρίψης των βρεφών στον Καιάδα. Υποθέτω πως έχετε μελετήσει την ιδιοσυγκρασία του αρχαίου αυτού λαού και έχετε να μας πείτε κάποια πράγματα…

Όπως είναι γνωστό, η αρχαία σπαρτιάτικη κοινωνία καλλιεργούσε τη λατρεία της ζωής και την περιφρόνηση του θανάτου, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση πολιτών, ικανών να εκτιμήσουν το ανεκτίμητο αγαθό της ζωής και ταυτόχρονα εκπαιδευμένων σωματικά και νοητικά απέναντι στον τρόμο του θανάτου. Όπως έχει επισημάνει ο Δικαίος Βαγιακάκος, οι Σπαρτιάτες δεν πέθαιναν από αγάπη για το θάνατο, αλλά από αγάπη για τη ζωή.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα προκαταρκτικά στοιχεία της μελέτης του σπηλαιοβαράθρου της Τρύπης, ο θάνατος στον Καιάδα δεν αποτελούσε απαξιωτικό τέλος ενός αφανούς καταποντισμού, αλλά τελετουργική εκτέλεση μιας σκληρής αλλά αναγκαίας ποινής, σύμφωνα με τους νόμους και τις αξίες της σπαρτιάτικης κοινωνίας. Με τρόπο αντάξιο της ανθρώπινης ζωής και στο μέτρο του αξεπέραστου ομηρικού έπους.
Ατενίζοντας, από την κορυφή του λόφου του Καιάδα, στις τελευταίες στιγμές της ζωής τους οι καταδικασμένοι, το σαγηνευτικό τοπίο του απρόσιτου Ταΰγετου από τη μια και της κοιλάδας του Ευρώτα από την άλλη, ρίχνονταν στο στόμιο του σκοτεινού βαράθρου, περνώντας, σύμφωνα με τις αρχαίες δοξασίες, από το φως στο σκοτάδι κι απ’ τη ζωή στο θάνατο.

Τελικά, το σπηλαιοβάραθρο της Τρύπης, ως τόπος θανάτου και ως φυσική καταβόθρα που διοχετεύει, υπόγεια, νερά του Ταΰγετου προς τη γειτονική Λαγκάδα και την κοιλάδα του Ευρώτα, θα μπορούσε να συνδέεται και με την κεντρική ιδέα της ελληνικής αρχαιότητας για το θάνατο και την κάθοδο στον Άδη. Καθώς συνέβαινε σε περιπτώσεις με ανάλογη φυσική διαμόρφωση και νεκρικές παραδόσεις, όπως η Αχερουσία λίμνη, το σπήλαιο της Κάψιας Μαντινείας και η σπηλιά του Άδη στο Ταίναρο.

Ακόμη, σύμφωνα με μια διαδεδομένη -στην αρχαιότητα- αντίληψη, η καταδίκη κατακρήμνισης ζωντανών ανθρώπων σε βάραθρο, όπως αυτό του Καιάδα, συνδεόταν από την αρχαιότητα με την ηθική και ταυτόχρονα λυτρωτική για τους ανθρώπους εκχώρηση της μοίρας και της ζωής του καταδικασμένου στα χέρια των θεών, όπως συνέβη με τη διάσωση του μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη και τη μυθιστορηματική του έξοδο από τον Καιάδα.

Ενώ στον αρχαϊκό άνθρωπο τη σχέση του με τον θάνατο την προσδιόριζε ο αγώνας του για την επιβίωση, μέσα από μια φυσική διαλεκτική την οποία η εξαίρετη συνάδελφος Κα Ν. Γεωργοπούλου θα προσδιόριζε ως πρωτογενές φυσικό δίκαιο, στο σύγχρονο άνθρωπο η κορύφωση της πνευματικής του εξέλιξης οδήγησε στη διαμόρφωση ηθικών κανόνων και πολιτισμικών αξιών, που ρυθμίζουν την κρίσιμη για τον καθένα μας σχέση και ανάδραση της ζωής με το θάνατο.

Η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ως βιολογικός χαρακτήρας έχει γενετικό καθορισμό και όπως συμβαίνει με όλους του βιολογικούς μας χαρακτήρες επηρεάζεται από περιβαλλοντικές παραμέτρους όπως η διατροφή, οι παθογόνοι παράγοντες και η πολυπλοκότητα της ανθρώπινη συμπεριφοράς, σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι επίσης γνωστό πως όσο μεγαλύτερη η διάρκεια διαμόρφωσης ενός βιολογικού χαρακτήρα, όπως π.χ. συμβαίνει με το ανάστημα που ολοκληρώνεται 25 έτη μετά τη γέννησή μας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα παρεμβολής περιβαλλοντικών παραγόντων στον καθορισμό του. Στην περίπτωση της διάρκειας της ανθρώπινης ζωής, σε ατομικό επίπεδο αυτή η πιθανότητα είναι η μέγιστη, έχοντας ως απόλυτο και κατά κανόνα απρόβλεπτο μέτρο τη μοιραία στιγμή της επέλευσης του θανάτου, που προσδιορίζει τελεσίδικα και εκ των υστέρων τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.

Ο Π. Θέμελης είχε παλαιότερα επισημάνει ως πιθανό αρνητικό στοιχείο για την ταύτιση του σπηλαιοβαράθρου της Τρύπης με τον αρχαίο Καιάδα, τη μεγάλη του απόσταση, περίπου 10 χιλιόμετρα, από τη Σπάρτη. Δεδομένης της κεντρικής σημασίας της αντίληψης του θανάτου για το ιδεολόγημα της σπαρτιατικής πολιτείας, ίσως αυτός ακριβώς ο επαγωγικός παράγοντας του “δρόμου” προς το θάνατο, μέσα από το σαγηνευτικό λακωνικό τοπίο και τον επιβλητικό χαρακτήρα του φυσικού χώρου του σπηλαιοβαράθρου, να αποτελούσαν τα πιο ζωτικά στοιχεία και του τελετουργικού χαρακτήρα της θανάτωσης στον Καιάδα. Δηλαδή, της τιμωρίας με την εσχάτη των ποινών για την απειλή ή την προδοσία της Σπάρτης, ως κυρίαρχου ζωτικού χώρου στη ζωή των σπαρτιατών και ταυτόχρονα ως κεντρικού ιδεολογικού στοιχείου στη διαπαιδαγώγησή τους. Γιατί -χωρίς αυτά- δεν θα υπήρχαν οι Θερμοπύλες, ως κορυφαίο σύμβολο της ελεύθερης βούλησης και αυταπάρνησης του ανθρώπου, στις χρυσές σελίδες της ελληνικής και της παγκόσμιας ιστορίας.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Θεόδωρος Πίτσιος
• Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
• Υπεύθυνος του μαθήματος Φυσικής Ανθρωπολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών
• Διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Αθηνών

Επιστημονικές εταιρείες
Μέλος της Ευρωπαϊκής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, της Γερμανικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, Της Εταιρείας πελοποννησιακών σπουδών, της Εταιρείας λακωνικών σπουδών και της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.

Πηγή: Αλφειός Ποταμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου