Κάπου στην βάθη της αφρικανικής ηπείρου ζούσε ένα σπάνιο είδος ζώου που μέχρι και πρόσφατα κανένας μα κανένας κυνηγός δεν μπόρεσε ποτέ έστω και ένα να αιχμαλωτίσει.
Περήφανα και έξυπνα ζώα και πάνω από όλα ελευθέρα.
Όσες προσπάθειες και ένα έκαναν, όσα τερτίπια, πονηρά η κουτοπόνηρα σχέδια και να χρησιμοποιούσαν, πάντα κατέληγαν σε αποτυχία. Μεγάλη απογοήτευση είχε πέσει στην κοινότητα των κυνηγών.
Η φήμη αυτού του σπανίου και ανυπόταχτου είδους μέρα με την μέρα άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο με συνέπεια να θεωρείτε μεγάλη και επικίνδυνη απειλή, γιατί αφύπνιζε και τα αλλά ζώα του δάσους.
Ζώα που τόσους αιώνες τώρα είχαν καταφέρει να υποτάξουν. Μέχρι και αυτά είχαν βάλει {αφού τα εκπαίδευσαν πρώτα }στην προσπάθεια υπόταξης αυτού του σπανίου είδους με την γνωστή πάντα κατάληξη ΑΠΟΤΥΧΙΑ.
Φοβούμενοι μην ξυπνήσουν και τα αλλά ζώα του δάσους, μεγάλος τρόμος και πανικός τους είχε πιάσει. «Μάταιος Κόπος» αυτό αναφωνούσαν όλοι τους.
Εκεί λοιπόν που το είχαν πάρει απόφαση ότι τίποτα δεν γίνεται πια, από το πουθενά εμφανίστηκε ένας Άγγλος λόρδος με φήμη μεγάλου κυνηγού, που θεώρησε πρόκληση το γεγονός και με μεγάλη έπαρση κα αλαζονεία είπε το εξής:
«Δεν θα αιχμαλωτίσω μόνον ένα αλλά όλα τα ζώα αυτού του σπανίου ξωτικού είδους, αρκεί να μου δείξετε την τροφή που τρώνε και το μέρος όπου ζούνε»
Όπως ήταν φυσικό όλοι οι κυνηγοί γελάσανε και με χλευασμούς και ειρωνείες του υπέδειξαν την τροφή και του έδειξαν το μέρος όπου ζούσαν αυτά τα περήφανα και πανέξυπνα ζώα .
Χωρίς προστριβές και τυμπανοκρουσίες άρχισε αμέσως το κυνήγι. Το μονό είχε να κάνει ήταν να εφαρμόσει μια απλή βασική αρχή και ανάγκη.
Αφού βρήκε το κατάλληλο μέρος τοποθέτησε στο κέντρο ενός ξέφωτου την τροφή που έτρωγαν αυτά τα περήφανα και ανεξάρτητα ζώα, περιμένοντας μέχρι να δει το πρώτο να πέφτει στην παγίδα, που τόσο διαβολικά είχε στήσει.
Τις πρώτες μέρες δεν είχε καμία ένδειξη. Αυτό δεν τον ενόχλησε, θεωρώντας το κάτι το πολύ φυσιολογικό. Αυτό όμως συνεχιζόταν για πολύ καιρό με αποτέλεσμα σιγά σιγά να απογοητεύετε σε σημείο πια να σκέπτεται σοβαρά ότι ηρθε πλέον ο καιρός να τα παρατήσει.
……………………………………………………………………………………….
Ενώ στον κύκλο των κυνηγών τα πειράγματα πήγαιναν και ΄ρχονταν συνέβη κάτι το απροσδόκητο.
Ένα πρωινό ξύπνησαν όλοι από τις φωνές του Άγγλου λόρδου
«Αυτό είναι, αυτό είναι την πάτησαν, επι-τέλους» βροντοφώναζε ξανά και ξανά
Τι είχε συμβεί;
Ένα μέρος της τροφής είχε εξαφανιστεί.
Διαπίστωσε από σημείο που δεν ήταν ορατό και εμφανή ότι κάθε βράδυ ένα από αυτά τα εξωτικά ζώα ερχόταν και έτρωγε.
Αυτό συνεχιστικέ για μήνες και σιγά σιγά χτίζοντας εμπιστοσύνη το ένα έγινε δυο τα δυο τρία και ούτο καθεξής μέχρι που μαζευτήκαν όλα .
Το πρώτο μέρος του σχεδίου είχε πετύχει όλα ζώα πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος κάθε βραδύ μαζευόταν όλα στο ίδιο μέρος και έτρωγαν αυτά που νόμιζαν ότι φύση τους έδινε πλουσιοπάροχα χωρίς κόπο και ιδρώτα.
«Ηρθε η ώρα» σκέφτηκε ο Άγγλος κυνηγός να εφαρμόσει το δεύτερο μέρος του σατανικού του σχεδίου.
Κάθε μέρα μα κάθε μέρα χωρίς να υπολογίζει Κυριακές γιορτές καιρικές συνθήκες έβαζε πρώτου εμφανιστούν τα ζώα και ένα πασαλάκι.
Αυτό είχε σαν συνέπεια τα ξωτικά αυτά ζώα του δάσους να συνηθίζουν στην παρουσία του και να μην τα θεωρούν απειλή.
Αυτό συνεχιστικέ μέχρι να χτιστή όλο το μαντρί με αποτέλεσμα να μείνει μια μικρή δίοδο εισόδου από την οποία μονό από αυτήν μπορούσαν να πλησιάσουν την τροφή.
Όταν διαπίστωσε ότι όλα τα ζώα είχαν χαλάρωση και πειστεί ότι δεν κινδυνεύουν από τίποτα τότε θεώρησε ότι είναι η ώρα να ολοκλήρωση το διαβολικό σχέδιο του και να εφαρμόσει το τρίτο και τελευταίο μέρος. Έτσι και έγινε, ένα βραδύ όταν τα έδερνε η ανεμελιά έκλεισε την δίοδο με αποτέλεσμα να αιχμαλωτίσει το πιο σπάνιο και περήφανο ζώο τους δάσους. «ΕΠΙ-ΤΕΛΟΥΣ Τα Κατάφερα» αναφώνησε.
Άναυδος είχε μείνει ο κόσμος των κυνηγών για το κατόρθωμα του που τον ανακήρυξαν ο μέγιστος των κυνηγών.
Τα δε υπόλοιπα ζώα τους δάσους έχασαν για πάντα την ευκαιρία να νιώσουν και να βιώσουν έστω και για λίγο την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οποιαδήποτε σχέση με πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις είναι απλά σύμπτωση μην δίνεται σημασία μπορείτε να κοιμηθείτε ανέμελα Όλα Πάνε Καλά
Θεόδωρος Μεντεσόπουλος